ἐφυβρίζω: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efyvrizo | |Transliteration C=efyvrizo | ||
|Beta Code=e)fubri/zw | |Beta Code=e)fubri/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[insult over]] one, ἐφυβρίζων ἕλετο <span class="bibl">Il.9.368</span>: c. dat., <span class="bibl">S. <span class="title">Aj.</span>1385</span>: c.acc., τὴν ἀμαθίαν ὑμῶν Plu.2.579c, cf. <span class="title">APl.</span>1.4 (also Med., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1663</span>): with neut. Adj., πολλὰ ἐ. τινά <span class="bibl">Id.<span class="title">Heracl.</span>947</span>; τὰ δεινὰ πόλει <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span> 179</span>; εἰς ἀδελφὸν οἷ' ἐφύβρισας <span class="bibl">Id.<span class="title">Andr.</span>624</span>; <b class="b3">ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ . .</b> they [[gave vent to insulting language]], asking especially whether... <span class="bibl">Th.6.63</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[exult maliciously]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>955</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 1 July 2020
English (LSJ)
A insult over one, ἐφυβρίζων ἕλετο Il.9.368: c. dat., S. Aj.1385: c.acc., τὴν ἀμαθίαν ὑμῶν Plu.2.579c, cf. APl.1.4 (also Med., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς E.Ph.1663): with neut. Adj., πολλὰ ἐ. τινά Id.Heracl.947; τὰ δεινὰ πόλει Id.Ph. 179; εἰς ἀδελφὸν οἷ' ἐφύβρισας Id.Andr.624; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ . . they gave vent to insulting language, asking especially whether... Th.6.63. II exult maliciously, S.Aj.955 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1123] sich übermüthig gegen Jem. betragen, ihn schmähen u. beschimpfen; absol., Il. 9, 368 u. Sp.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν, sie höhnten auf andere Weise u. durch die Frage, ob, Thuc. 6, 63; θανόντι Soph. Ai. 1364; ὃς τὰ δεινὰ τῇδ' ἐφυβρίζει πόλει Eur. Phoen. 180; Plut.; – εἴς τινα, Eur. Andr. 625; – τινά, Eur. Heracl. 948; Plut. z. B. τὴν ἀμαθίαν, verhöhnen, de gen. Socr. 7; κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει ἀνήρ, er zeigt höhnend sein schwarzes Herz, Soph. Ai. 934. – Pass., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur. Phoen. 1663.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφυβρίζω: ὑβρίζω, φέρομαι ὑβριστικῶς πρός τινα, γέρας δέ μοι, ὅσπερ ἔδωκεν, αὖθις ἐφυβρίζων ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων Ἰλ. Ι. 368· μετὰ δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· συχνάκις προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιχαιρεκακέω, χαίρω ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
1 insulter, outrager : τινι qqn ; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ THC entre autres paroles injurieuses, ils se demandaient si…;
2 triompher avec insolence de, acc..
Étymologie: ἐπί, ὑβρίζω.
English (Autenrieth)
only part., insultingly, Il. 9.368†.
Greek Monolingual
ἐφυβρίζω (ΑΜ)
φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά προς κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μέσ. ἐφυβρίζομαι
με την ίδια σημασία («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς», Ευρ.)
2. χαίρω με τις ατυχίες του άλλου, χαιρεκακώ, επιχαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑβρίζω.
Greek Monotonic
ἐφυβρίζω: μέλ. -σω,
I. προσβάλλω, εξυβρίζω κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Σοφ.· με αιτ. στη Μέσ., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς, σε Ευρ.· ἐφύβριζαν ἄλλα τε καὶ εἰ, χρησιμοποιούσαν υβριστική γλώσσα, ιδίως με το να ρωτούν, σε Θουκ.
II. χαίρομαι με την δυστυχία του άλλου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφυβρίζω:
1) высокомерно обращаться, нагло вести себя: γέρας μοι ἐφυβρίζων ἕλετο Ἀγαμέμων Hom. награду у меня нагло отнял Агамемнон;
2) глумиться, издеваться (τινί Soph., Eur., Plut., τινά и τι Eur., Plut. и εἴς τινα Eur.): κελαινώπαν θυμὸν ἐ. Soph. злобно издеваться;
3) насмешливо спрашивать: ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν … Thuc. они также насмехаясь спрашивали, не пришли ли те (затем, чтобы …).
Middle Liddell
fut. σω
I. to insult over one, Il.; c. dat., Soph.; c. acc., in Mid., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ they used insulting language, asking especially whether, Thuc.
II. to exult maliciously over, Soph.