ἐπιμήνιος: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiminios | |Transliteration C=epiminios | ||
|Beta Code=e)pimh/nios | |Beta Code=e)pimh/nios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[monthly]], <b class="b3">χρεῶν -ίων τόκοι</b> Hondius | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[monthly]], <b class="b3">χρεῶν -ίων τόκοι</b> Hondius [[Novae Inscriptiones Atticae]]91; [[holding office for a month]], <b class="b3">πολέμαρχος, προμνήμων</b>, at Chios, <span class="title">SIG</span>402.1, 443.1,2 (iii B.C.); <b class="b3">ἐπιμήνιοι, οἱ</b>, [[monthly officers]], ib.58.5 (Milet., v B.C.), <span class="title">OGI</span>229.30(Smyrna, iii B.C.): sg., <span class="title">IG</span>12(2).645b38 (Nesos); <b class="b3">ἐ. τῶν</b> ταμιῶν <span class="title">SIG</span>426.27 (Bargylia, iii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[priests who offered the]] <b class="b3">ἐπιμήνια</b>, Hsch.; ἐπιμηνίους . . οἵτινες ἐχθυσεῦνται τὰ ἱερὰ μετὰ τοῦ ἱερέως <span class="title">SIG</span>1106.63 (Cos), cf. 1044.24 (Halic.), <span class="title">Test.Epict.</span>2.33. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. <b class="b3">ἐπιμήνια</b>, τά, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span>. (sc. <b class="b3">ἱερά</b>) [[monthly offerings]], <span class="bibl">Hdt.8.41</span>, Inscr. ap. <span class="bibl">Ath. 6.234e</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[provisions]], [[monthly ration]], POxy.531.17 (ii A.D.), etc.; also ἐ. ὀψώνια <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.190.16</span> (iii A.D.); ὁ ἐ. σῖτος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Flam.</span>5</span>; <b class="b3">ὁ λόγος</b> <b class="b3">ὁ ἐ</b>. the [[monthly]] account, <span class="title">SIG</span>578.54 (Teos, ii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span>. simply, [[provisions]], for a ship, <span class="bibl">Plb.31.12.13</span>, <span class="bibl">Sor.1.19</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span>. [[monthly courses]] [[of women]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>13</span>, <span class="bibl">Sor.1.19</span> (sg.); <b class="b3">ἐπιμήνιον</b> (sc. <b class="b3">αἷμα</b>), τό, Dsc.2.79; κάθαρσις ἐπιμηνίων <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>1.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:38, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A monthly, χρεῶν -ίων τόκοι Hondius Novae Inscriptiones Atticae91; holding office for a month, πολέμαρχος, προμνήμων, at Chios, SIG402.1, 443.1,2 (iii B.C.); ἐπιμήνιοι, οἱ, monthly officers, ib.58.5 (Milet., v B.C.), OGI229.30(Smyrna, iii B.C.): sg., IG12(2).645b38 (Nesos); ἐ. τῶν ταμιῶν SIG426.27 (Bargylia, iii B.C.). 2. priests who offered the ἐπιμήνια, Hsch.; ἐπιμηνίους . . οἵτινες ἐχθυσεῦνται τὰ ἱερὰ μετὰ τοῦ ἱερέως SIG1106.63 (Cos), cf. 1044.24 (Halic.), Test.Epict.2.33. II. ἐπιμήνια, τά, 1. (sc. ἱερά) monthly offerings, Hdt.8.41, Inscr. ap. Ath. 6.234e. 2. provisions, monthly ration, POxy.531.17 (ii A.D.), etc.; also ἐ. ὀψώνια PLond.2.190.16 (iii A.D.); ὁ ἐ. σῖτος Plu.Flam.5; ὁ λόγος ὁ ἐ. the monthly account, SIG578.54 (Teos, ii B.C.). b. simply, provisions, for a ship, Plb.31.12.13, Sor.1.19. 3. monthly courses of women, Hp.Nat.Mul.13, Sor.1.19 (sg.); ἐπιμήνιον (sc. αἷμα), τό, Dsc.2.79; κάθαρσις ἐπιμηνίων Aret.SA1.9.
German (Pape)
[Seite 962] auf den Monat, monatlich, σῖτος Plut. Flam. 5. Gew. τὰ ἐπιμήνια, – 1) monatliche Opfer, ἐπιτελέειν Her. 4, 41; θύειν Ath. VI, 234 e; οἱ ἐπιμήνιοι, die ein solches Opfer darbringen, Marm. Ox. p. 7, wenn nicht οἱ ἐπιμήνιοι τῆς βουλῆς die monatlich den Vorsitz Führenden sind. – 2) Lebensmittel auf einen Monat, u. übh. Proviant, der monatlich vorausgegeben zu werden pflegte, Pol. 31, 20, 13. 22, 12, nach B. A. 254 τὰ ἐφόδια. – 3) die monatliche Reinigung der Weiber, Arist. H. A. 10, 7; Medic.; auch ἐπιμήνιον αἷμα γυναικῶν, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμήνιος: -ον, (μὴν) μηνιαῖος, ἐπιμήνιοι, οἱ, μηνιαῖοι ἄρχοντες, οἷοι οἱ πρυτάνεις ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙ. 35, 3137. 30 (Προσθ.), 3641b. 5, πρβλ. Ἑρμάννου Πολ. Ἀρχ. 127. 54. 2) ἐπιμήνιοι, ἱερεῖς, ἱεροποιοί, οἱ τὰ ἐπιμήνια προσφέροντες, Ἡσύχ., Ἐπιγρ. Κῶ 36 b, 25 κἑξ.· ἐν τῷ ἑνικ., ἐπιγρ. παρὰ Hicks 138 § 11, 24. ΙΙ. ἐπιμήνια, τά, 1) (ἐξυπ. ἱερὰ) μηνιαῖαι προσφοραὶ ἢ θυσίαι, ὡς τὰ ἔμμηνα, Ἡρόδ. 8. 41, παρ’ Ἀθην. 234Ε. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκαλεῖτο δὲ καὶ θυσία τις ἐπιμήνια, ἡ κατὰ μῆνα τῇ νουμηνίᾳ συντελουμένη». 2) ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι δι’ ἕνα μῆνα, Λατ. menstruum, Πολύβ. 31. 20, 13, κτλ., Ἰουβενάλ. 7. 120· ὡσαύτως, ὁ ἐπ. σῖτος Πλουτ. Φλαμιν. 5· ὁ λόγος ὁ ἐπ., ὁ κατὰ μῆνα λογαριασμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059. 19. 3) ἡ μηνιαία περίοδος τῶν γυναικῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱ. 10. 7, 11 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ἐπιμήνιον (ἐξυπ. αἷμα), τό, Διοσκ. 2. 97· ἡ ἐπιμηνίων κάθαρσις Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mensuel ; τὰ ἐπιμήνια sacrifices mensuels.
Étymologie: ἐπί, μήν².
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιμήνιος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια
η εμμηνορρυσία
αρχ.
1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα
2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπιμήνιοι
α) άρχοντες με μηνιαία θητεία
β) ιερείς που τελούν τα επιμήνια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια
α) θυσίες που γίνονται κάθε μήνα, μηνιαίες προσφορές
β) προμήθειες για έναν μήνα
γ) προμήθειες
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμήνιον
μηνιαία πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μήνιος (< μήν «μήνας»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εμ-μήνιος, τετρα-μήνιος)].
Greek Monotonic
ἐπιμήνιος: -ον (μήν), μηνιαίος· ως ουσ., ἐπιμήνια, τά, (εννοείται ἱερά), μηνιαίες προσφορές ή θυσίες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμήνιος: (еже)месячный (σῖτος Plut.).
Middle Liddell
ἐπι-μήνιος, ον [μήν]
monthly: as Subst., ἐπιμήνια, τά, (sub. ἱερά), monthly offerings, Hdt.