σελλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: = <b class="b3">ψελλίζεσθαι τινες δε σελλίζει ἀλαζονεύει</b> H. In Phryn.Com. 10 <b class="b2">imitate Aeschine, son of Sellos</b>; "le sens a été occasionellemnt déformé par Phryn." (DELG).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unclear.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: = <b class="b3">ψελλίζεσθαι τινες δε σελλίζει ἀλαζονεύει</b> H. In Phryn.Com. 10 [[imitate Aeschine]], [[son of Sellos]]; "le sens a été occasionellemnt déformé par Phryn." (DELG).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unclear.
}}
}}

Revision as of 16:22, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελλίζομαι Medium diacritics: σελλίζομαι Low diacritics: σελλίζομαι Capitals: ΣΕΛΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: sellízomai Transliteration B: sellizomai Transliteration C: sellizomai Beta Code: selli/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A imitate Aeschines ὁ Σέλλου, affect to be wealthy, Phryn.Com.10; but also σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι (v. ψελλός) , τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σελλίζομαι: Παθ., μιμοῦμαι τοὺς Σελλοὺς, ἐπιδεικτικῶς προσποιοῦμαι πενίαν, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Κρον.» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· -σελλισμός, ὁ, πιθαν. γραφὴ παρὰ Θεογνώστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 11. -Καθ’ Ἡσύχ.: «σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι. τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει».

Greek Monolingual

Α
μεσ.
1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι
ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει
άλαζονεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά της αρχικής της σημ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: = ψελλίζεσθαι τινες δε σελλίζει ἀλαζονεύει H. In Phryn.Com. 10 imitate Aeschine, son of Sellos; "le sens a été occasionellemnt déformé par Phryn." (DELG).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear.