περικήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikidomai
|Transliteration C=perikidomai
|Beta Code=perikh/domai
|Beta Code=perikh/domai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be very anxious]] or [[concerned about]], c. gen., 'Οδυσσῆος <span class="bibl">Od.3.219</span> ; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.54</span> ; <b class="b3">π. τινὶ βιότου</b> [[take care of]] his substance for him, <span class="bibl">Od.14.527</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be very anxious]] or [[concerned about]], c. gen., 'Οδυσσῆος <span class="bibl">Od.3.219</span> ; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.54</span> ; <b class="b3">π. τινὶ βιότου</b> [[take care of]] his substance for him, <span class="bibl">Od.14.527</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:15, 2 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικήδομαι Medium diacritics: περικήδομαι Low diacritics: περικήδομαι Capitals: ΠΕΡΙΚΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: perikḗdomai Transliteration B: perikēdomai Transliteration C: perikidomai Beta Code: perikh/domai

English (LSJ)

   A to be very anxious or concerned about, c. gen., 'Οδυσσῆος Od.3.219 ; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι Pi.N.10.54 ; π. τινὶ βιότου take care of his substance for him, Od.14.527.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κήδω), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; μάλα δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54.

Greek (Liddell-Scott)

περικήδομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀνήσυχος, περίφροντις περί τινος, μετὰ γεν., Ὀδυσσῆος Ὀδ. Γ. 219· ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. 10. 99· χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς ὅττι ῥὰ οἱ - βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος, ἔχαιρε δὲ ὁ Ὀδυσσεὺς ὅτι ἐν ἀπουσίᾳ αὐτοῦσυβώτης Εὔμαιος ἐφρόντιζε διὰ τὴν περιουσίαν του Ὀδ. Ξ. 527.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq. περικήδετο;
1 prendre soin de : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;
2 prendre soin de, s’inquiéter de, gén..
Étymologie: περί, κήδομαι.

English (Autenrieth)

ipf. περικήδετο: care greatly for, take good care of; τινός, γ 21, Od. 14.527.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. περικάδομαι Α
φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κήδομαι «φροντίζω»].

Greek Monotonic

περικήδομαι: αποθ. μόνο στον ενεστ., φροντίζω υπερβολικά ένα πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· περικήδομαί τινι βιότου, προσέχω την ζωή κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527.

Russian (Dvoretsky)

περικήδομαι: дор. περικάδομαι (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться (τινος Hom., Pind.): π. βιότου τινί Hom. заботиться о чьем-л. имуществе.

Middle Liddell

only in pres.]
Dep. to be very anxious about a person, c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to take care of a living for him, Od.