ἐπιτίμιον: Difference between revisions
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(CSV import) |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπιτίμιον]], ου, τό,<br />[[mostly]] in pl. ἐπιτίμια, τά, the [[value]], [[price]], or [[estimate]] of a [[thing]], i. e.,<br /><b class="num">1.</b> the honours paid to a [[person]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> [[assessment]] of damages or penalties, Hdt., Eur.; [[τῶνδε]] for these things, Aesch.; ἐπ. δυσσεβείας the wages of [[ungodliness]], Soph.; in sg., τοὐπιτίμιον [[λαβεῖν]] to [[exact]] the [[penalty]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[ἐπιτίμιον]], ου, τό,<br />[[mostly]] in pl. ἐπιτίμια, τά, the [[value]], [[price]], or [[estimate]] of a [[thing]], i. e.,<br /><b class="num">1.</b> the honours paid to a [[person]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> [[assessment]] of damages or penalties, Hdt., Eur.; [[τῶνδε]] for these things, Aesch.; ἐπ. δυσσεβείας the wages of [[ungodliness]], Soph.; in sg., τοὐπιτίμιον [[λαβεῖν]] to [[exact]] the [[penalty]], Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[penalty]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:19, 4 July 2020
English (LSJ)
τό, mostly in pl., ἐπιτίμια, τά,
A value, price, or estimate of a thing, i.e., 1 the honours paid to a person, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. S.El.915 (nisi leg. τἀπιτύμβια). 2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐ. διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec.1086, etc.; τῶνδε τἀπ. for these things, A.Pers.823 ; τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4 ; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐ. Lycurg. 4 ; ἐ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El.1382, cf. X.Mem.3.12.3 ; κρίσεις..μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14 : in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν exact the penalty, A.Th.1026 ; ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47 ; θάνατον ἔταξε τὸ ἐ. Arist.Oec.1349b30; ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104 ; τριπλάσια τὰ ἐ. ἀποτεισάτω PHal.1.208 (iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτίμιον: τό, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐπιτίμια, τά, ἡ ἀξία ἢ ἐκτίμησις πράγματός τινος, ὅ ἐ. 1) αἱ πρός τινα γενόμεναι τιμαί, ἔστ᾿ Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. Σοφ. Ἠλ. 915· (ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ σημασία αὕτη οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντᾷ, ὁ Δινδόρφ. προτείνει τἀπιτύμβια· τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέκρινε καὶ παρεδέξατο ὁ Jebb). 2) ποινή, τιμωρία, τοῖσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡροδ. 4. 80, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1086· τοιαῦθ’ ὁρῶντες τῶνδε τἀπιτίμια Αἰσχύλ. Πέρσ. 823· τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Ἀντιφῶν 125. 33· τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπιτ. Λυκοῦργ. 148. 17· καὶ δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί, πῶς ἀνταμείβουσι, δηλ. πῶς τιμωροῦσιν οἱ θεοὶ τὴν ἀσέβειαν, Σοφ. Ἠλ. 1382, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 3· κρίσεις… μεγάλα ἔχουσαι ἐπιτίμια Δημ. 229, τέλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τόνδ’ ὑπ’ οἰωνῶν δοκεῖ ταφέντ’ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖν, ὅτι θὰ λάβῃ τὴν τιμωρίαν, θὰ τιμωρηθῇ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1021· θάνατον ἔταξε τὸ ἐπ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 9· ἐπ. ὁρίζειν τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 354, κτλ. Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθήκαις) 2561b. 80, ἐπιτίμοις ἀπαντᾷ, καὶ ἐπιτίμιον αὐτόθι 4300v.
Greek Monotonic
ἐπιτίμιον: τό, κυρίως στον πληθ., ἐπιτίμια, τά, αξία, τιμή ή εκτίμηση αξίας πράγματος, δηλ.:
1. τιμές που αποδίδονται σε κάποιον, σε Σοφ.
2. υπολογισμός, εκτίμηση ζημιών ή ποινών, σε Ηρόδ., Ευρ.· τῶνδε, για αυτά τα πράγματα, σε Αισχύλ.· ἐπ. δυσσεβείας, οι μισθοί της ασέβειας προς τους θεούς, σε Σοφ.· στον ενικ., τοὐπιτίμιον λαβεῖν, αποσπώ τιμωρία, λαμβάνω ποινή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτίμιον: τό преимущ. pl.
1) почести, приношения на могилу, дары в честь усопших (Soph. - v. l. τὰ ἐπιτύμβια);
2) наказание, кара (δυσσεβείας Soph.; ἐκ τῶν νόμων Arst.); возмездие (τινος Aesch.).
Middle Liddell
ἐπιτίμιον, ου, τό,
mostly in pl. ἐπιτίμια, τά, the value, price, or estimate of a thing, i. e.,
1. the honours paid to a person, Soph.
2. assessment of damages or penalties, Hdt., Eur.; τῶνδε for these things, Aesch.; ἐπ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, Soph.; in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν to exact the penalty, Aesch.