ἐπικηρυκεία: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπκηρῡκεία, ἡ, [from [[ἐπικηρυκεύω]]<br />the [[sending]] an [[embassy]] to [[treat]] for [[peace]], entering [[into]] [[negotiation]], Dem. | |mdlsjtxt=ἐπκηρῡκεία, ἡ, [from [[ἐπικηρυκεύω]]<br />the [[sending]] an [[embassy]] to [[treat]] for [[peace]], entering [[into]] [[negotiation]], Dem. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[sending heralds]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐ. D.5.18, cf. Plb.14.2.13, Theopomp.Hist.209 (pl.).
German (Pape)
[Seite 948] ἡ, Harpocr. τὸ περὶ διαλλαγῶν καὶ φιλίας κήρυκας πέμπειν; die mit dem Feinde angeknüpften Unterhandlungen, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐπικηρυκείαν Dem. 5, 18; ἔτι μενούσης τῆς ὑπὲρ τῶν διαλύσεων ἐπικηρυκείας πρὸς ἀλλήλους Pol. 14, 2, 13; plur., D. Sic. 5, 75.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
envoi de hérauts ; négociation entre belligérants.
Étymologie: ἐπικηρυκεύω.
Greek Monolingual
ἐπικηρυκεία, ἡ (AM) επικηρυκεύω
μσν.
φιλία με ανθρώπους που ήταν προηγουμένως εχθροί
αρχ.
αποστολή κηρύκων, πρεσβείας για διαπραγμάτευση της ειρήνης.
Greek Monotonic
ἐπικηρῡκεία: ἡ, αποστολή πρεσβείας για σύναψη ειρήνης, είσοδος σε διαπραγματεύσεις, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικηρῡκεία: ἡ посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).
Middle Liddell
ἐπκηρῡκεία, ἡ, [from ἐπικηρυκεύω
the sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, Dem.