Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιτοπομπία: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτο-πομπία, ἡ, [[πέμπω]]<br />the [[conveyance]] or [[convoy]] of [[corn]], Dem.
|mdlsjtxt=σῑτο-πομπία, ἡ, [[πέμπω]]<br />the [[conveyance]] or [[convoy]] of [[corn]], Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[carrying of corn]]
}}
}}

Revision as of 14:50, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπομπία Medium diacritics: σιτοπομπία Low diacritics: σιτοπομπία Capitals: ΣΙΤΟΠΟΜΠΙΑ
Transliteration A: sitopompía Transliteration B: sitopompia Transliteration C: sitopompia Beta Code: sitopompi/a

English (LSJ)

(in codd. freq. -εία), ἡ,

   A conveyance, transport of corn, D.18.87, 241, 301, 23.155, IG22.1629.220.    II supply of corn, τῆς σ. ἐπιλιπούσης D.S. 14.55, cf. SIG839.12 (Ephesus, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 886] ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσθαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπομπία: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχν. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ μεταφορά, μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. ἐφόδιον σίτου, σῖτος ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport ou convoi de blé ou de vivres.
Étymologie: σῖτος, πέμπω.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτοπομπός
1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία
2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι.

Greek Monotonic

σῑτοπομπία: ἡ (πέμπω), μεταφορά, αποστολή σιτηρών με συνοδεία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοπομπία: ἡ доставка хлеба или продовольствия Dem., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοπομπία -ας, ἡ [σῖτος, πέμπω] graantransport.

Middle Liddell

σῑτο-πομπία, ἡ, πέμπω
the conveyance or convoy of corn, Dem.

English (Woodhouse)

carrying of corn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)