φρυκτωρία: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φρυκτωρία]], ἡ, [from [[φρυκτωρός]]<br />a giving signals by beacons or [[alarm]] fires, telegraphing, Aesch., Ar. | |mdlsjtxt=[[φρυκτωρία]], ἡ, [from [[φρυκτωρός]]<br />a giving signals by beacons or [[alarm]] fires, telegraphing, Aesch., Ar. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[signalling by beacon fires]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A making signals by beacons, A.Ag.33,490 (pl.), S.Fr.432.6; ἔννυχος E.Rh.55; καθεστήκασι φρυκτωρίαι ἐν τοῖσι πύργοις Ar.Av.1161; τὰ σημεῖα τῆς φ. Th.3.22. II concrete, = φρυκτός 11, v. l. for sq. in Arist.Mu.398a31,32.
German (Pape)
[Seite 1311] ἡ, das Geben eines Signals durch einen Feuerbrand oder ein Feuerzeichen, das Zeichengeben durch ausgestellte Feuerwachen; Aesch. Ag. 33. 476; Soph. frg. 370; Eur. Rhes. 55. 128; Ar. Av. 1161.
Greek (Liddell-Scott)
φρυκτωρία: ἡ, ἡ διὰ πυρῶν μακρόθεν συνεννόησις, τὸ διὰ πυρῶν ἀγγέλλειν τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 33, 490, Σοφ. Ἀποσπ. 379. 5· ἔννυχος Εὐρ. Ρῆσ. 55· φρυκτωρίαι ἐν τοῖσι πύργοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1161· τὰ σημεῖα τῆς φρ. Θουκ. 3. 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
signaux donnés au moyen de feux nocturnes.
Étymologie: φρυκτωρός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φρυκτωρός
(στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο) μετάδοση σημάτων με πυρσούς σε μεγάλες αποστάσεις («ὅπως ἀσαφῆ τὰ σημεῑα τῆς φρυκτωρίας τοῑς πολεμίοις ᾖ», Θουκ.)
μσν.
μτφ. α) πνευματική λάμψη, πνευματική ακτινοβολία («νοῡς ἀστράπτων θείαις φρυκτωρίαις», Μηναί.)
β) ορμή, παράφορα
μσν.-αρχ.
φρυκτός, πυρσός για την μετάδοση σημάτων («φρυκτωρίας ἀνῆπτε πολλά», Αγαθ.).
Greek Monotonic
φρυκτωρία: ἡ, επικοινωνία με πυρσούς ή φωτιές, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρυκτωρία: ἡ сигнализация огнем, подача огненных сигналов Trag., Thuc., Arph.
Middle Liddell
φρυκτωρία, ἡ, [from φρυκτωρός
a giving signals by beacons or alarm fires, telegraphing, Aesch., Ar.