ἀδέω: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=adeo | |Transliteration C=adeo | ||
|Beta Code=a)de/w | |Beta Code=a)de/w | ||
|Definition=[ᾱ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> to [[be sated with]], c. dat., only in aor. and pf., <b class="b3">μὴ ξεῖνος . . δείπνῳ ἁδήσειε</b> lest he [[should be sated with]] the repast, [[feel loathing at]] it, <span class="bibl">Od.1.134</span> (v.l. [[ἀηδήσειε]]) <b class="b3"> καμάτῳ ἁδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ</b> [[sated with]] toil and sleep, <span class="bibl">Il.10.98</span>, cf. <span class="bibl">312</span>,<span class="bibl">399</span>,<span class="bibl">471</span>, <span class="bibl">Od.12.281</span>; cf. | |Definition=[ᾱ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> to [[be sated with]], c. dat., only in aor. and pf., <b class="b3">μὴ ξεῖνος . . δείπνῳ ἁδήσειε</b> lest he [[should be sated with]] the repast, [[feel loathing at]] it, <span class="bibl">Od.1.134</span> (v.l. [[ἀηδήσειε]]) <b class="b3"> καμάτῳ ἁδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ</b> [[sated with]] toil and sleep, <span class="bibl">Il.10.98</span>, cf. <span class="bibl">312</span>,<span class="bibl">399</span>,<span class="bibl">471</span>, <span class="bibl">Od.12.281</span>; cf.[[ἅδην]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:15, 8 July 2020
English (LSJ)
[ᾱ],
A to be sated with, c. dat., only in aor. and pf., μὴ ξεῖνος . . δείπνῳ ἁδήσειε lest he should be sated with the repast, feel loathing at it, Od.1.134 (v.l. ἀηδήσειε) καμάτῳ ἁδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ sated with toil and sleep, Il.10.98, cf. 312,399,471, Od.12.281; cf.ἅδην.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέω: (ἄω, satio) εἶμαι κεκορεσμένος, καταβεβλημένος, αἰσθάνομαι ἀηδίαν, (μόνον ἐν δυσὶν Ὁμ. τύποις ἀπαντᾷ: ἐν τῇ εὐκτ. τοῦ ἀορ. α΄. καὶ τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., οἱ δὲ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἄω)· μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀδήσειεν, μήπως… αἰσθανθῇ ἀηδίαν πρὸς τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 134 (πρβλ. ἀηδέω)· καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι ἐκ τοῦ κόπου καὶ τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Κ. 98, πρβλ. 312, 399, 471, Ὀδ. Μ. 281.· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς τύποις τούτοις ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, ὡς ἐν τῷ ἀδολέσχης, καὶ τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων καὶ φερέγγυοι πηγαί, συμφωνοῦσιν εἰς τὴν μετὰ ἁπλοῦ δ γραφήν· ἐν ᾧ ἐν τῷ ἄδην ἢ ἅδην τὸ α εἶναι βραχύ, πλὴν μιᾶς φράσεως, ἐν ᾗ αἱ αὐταὶ πηγαὶ ἔχουσιν ἔδμεναι ἄδδην (Ἰλ. Ε. 203), ὁ Monro γράφει ἄδην, ὁ Heyne καὶ ὁ Βουττμ. θεωροῦσι τὸ α φύσει μακρόν, ἀλλ’ ἀδυνατοῦσι νὰ ἐξηγήσωσι πῶς τὸ ἄδην ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχει ᾰ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἅδην).
French (Bailly abrégé)
1 être dégoûté de, se dégoûter de, τινι;
2 être las, fatigué, accablé de, τινι.
Étymologie: cf. ἄδος et ἄω.
English (Autenrieth)
only aor. opt. ἀδδήσειε, perf. part. ἀδδηκότες, also written ἆδη- and ἇδη-: be satiated, feel loathing at; καμάτῳ, ὕπνῳ, ‘be overwhelmed with.’
Greek Monotonic
ἀδέω: [ᾱ], (ἄω, satio), είμαι κορεσμένος, χορτάτος (απαντά μόνο σε δύο ομηρ. τύπους· ευκτ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ.)· μὴ ξεῖνος δείπνῳ ἀδήσειεν, μήπως με το φαγητό αισθανόταν αποστροφή, απέχθεια, αηδία· καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι από τον κόπο και τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδέω: v. l. *ἀδδέω (ᾱ) испытывать неприятное чувство: μή, ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ, δείπνῳ ἀδήσειεν Hom. чтобы он, обеспокоенный шумом, не почувствовал отвращения к обеду; καμάτῳ ἀδηκότες καὶ ὕπνῳ Hom. истомленные усталостью и желанием спать.
Middle Liddell
[ἄω satio] only found in two Homeric forms, aor1 opt. and perf. part.]
to be sated, μὴ ξεῖνος δείπνῳ ἀδήσειε lest he should be sated with the repast, feel loathing at it; καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ sated with toil and sleep.