κληρώνω: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κληρώ]], -όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [[κλήρος]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[εκλογή]] ή [[διανομή]] με κλήρο, [[ορίζω]] με [[κλήρωση]] (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο [[ταξίδι]]» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η [[περιουσία]]» γ. «εἴ τις τοὺς ἀθλητὰς κληροίη μὴ οἵ ἄν δύνωνται ἀγωνίζεσθαι, ἀλλ' οἵ ἄν λάχωσιν», Αριστ.<br />δ. «κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] κλήρο, [[βγάζω]] κλήρο από την [[κληρωτίδα]] («κληροῡσι τὰς φυλὰς κατὰ μίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>κληρώνει</i> και <i>κληρώνεται</i><br />(για [[λαχείο]]) γίνεται [[κλήρωση]] («[[αύριο]] κληρώνει»)<br /><b>παθ.</b> <i>κληρώνομαι</i><br /><b>2.</b> καλούμαι στον στρατό για [[εκπλήρωση]] της στρατιωτικής μου θητείας, στρατολογούμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[καρπούμαι]], νέμομαι, [[εκμεταλλεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον κλήρο) [[πέφτω]] σε κάποιον, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («οὕς ἐκλήρωσεν [[πάλος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απονέμω]], [[δίνω]] («[[ὔμμε]] δ' ἐκλάρωσε [[πότμος]] Ζηνί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησμοδοτώ]] με κλήρο («ὅς ὀμφὰν κληροῑς πρὸς χρυσέους θάκους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιον κληρικό, [[χειροτονώ]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=(AM [[κληρώ]], -όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [[κλήρος]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[εκλογή]] ή [[διανομή]] με κλήρο, [[ορίζω]] με [[κλήρωση]] (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο [[ταξίδι]]» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η [[περιουσία]]» γ. «εἴ τις τοὺς ἀθλητὰς κληροίη μὴ οἵ ἄν δύνωνται ἀγωνίζεσθαι, ἀλλ' οἵ ἄν λάχωσιν», Αριστ.<br />δ. «κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] κλήρο, [[βγάζω]] κλήρο από την [[κληρωτίδα]] («κληροῡσι τὰς φυλὰς κατὰ μίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>κληρώνει</i> και <i>κληρώνεται</i><br />(για [[λαχείο]]) γίνεται [[κλήρωση]] («[[αύριο]] κληρώνει»)<br /><b>παθ.</b> <i>κληρώνομαι</i><br /><b>2.</b> καλούμαι στον στρατό για [[εκπλήρωση]] της στρατιωτικής μου θητείας, στρατολογούμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[καρπούμαι]], νέμομαι, [[εκμεταλλεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον κλήρο) [[πέφτω]] σε κάποιον, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («οὕς ἐκλήρωσεν [[πάλος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απονέμω]], [[δίνω]] («[[ὔμμε]] δ' ἐκλάρωσε [[πότμος]] Ζηνί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησμοδοτώ]] με κλήρο («ὅς ὀμφὰν κληροῑς πρὸς χρυσέους θάκους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιον κληρικό, [[χειροτονώ]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κληροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[κάτι]] με κλήρο («κληροῡσθαι ἱερωσύνην», Αισχίν.)<br />β) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος, έχω, [[κατέχω]] [[κάτι]] ως κλήρο μου, ως μερίδιό μου, ή [[απλώς]] έχω, [[κατέχω]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> παρίσταμαι ως [[υποψήφιος]] ενός αξιώματος για [[κλήρωση]] («ἔλθη κληρωσόμενος τῶν [[ἐννέα]] ἀρχόντων καὶ λάχῃ [[βασιλεύς]]», Λυσ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:49, 24 October 2020
Greek Monolingual
(AM κληρώ, -όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) κλήρος
1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις τοὺς ἀθλητὰς κληροίη μὴ οἵ ἄν δύνωνται ἀγωνίζεσθαι, ἀλλ' οἵ ἄν λάχωσιν», Αριστ.
δ. «κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων», Λουκιαν.)
2. ρίχνω κλήρο, βγάζω κλήρο από την κληρωτίδα («κληροῡσι τὰς φυλὰς κατὰ μίαν», Πολ.)
νεοελλ.
1. (τριτοπρόσ.) κληρώνει και κληρώνεται
(για λαχείο) γίνεται κλήρωση («αύριο κληρώνει»)
παθ. κληρώνομαι
2. καλούμαι στον στρατό για εκπλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας, στρατολογούμαι
μσν.
καρπούμαι, νέμομαι, εκμεταλλεύομαι
αρχ.
1. (για τον κλήρο) πέφτω σε κάποιον, τυχαίνω σε κάποιον («οὕς ἐκλήρωσεν πάλος», Ευρ.)
2. απονέμω, δίνω («ὔμμε δ' ἐκλάρωσε πότμος Ζηνί», Πίνδ.)
3. χρησμοδοτώ με κλήρο («ὅς ὀμφὰν κληροῑς πρὸς χρυσέους θάκους», Ευρ.)
4. κάνω κάποιον κληρικό, χειροτονώ
5. μέσ. κληροῦμαι, -όομαι
α) παίρνω κάτι με κλήρο («κληροῡσθαι ἱερωσύνην», Αισχίν.)
β) μτφ. είμαι κάτοχος ενός πράγματος, έχω, κατέχω κάτι ως κλήρο μου, ως μερίδιό μου, ή απλώς έχω, κατέχω
6. παθ. παρίσταμαι ως υποψήφιος ενός αξιώματος για κλήρωση («ἔλθη κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων καὶ λάχῃ βασιλεύς», Λυσ.).