καρπίζω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karpizo | |Transliteration C=karpizo | ||
|Beta Code=karpi/zw | |Beta Code=karpi/zw | ||
|Definition=(A), ([[καρπός]] A) <span class="sense" | |Definition=(A), ([[καρπός]] A) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[enjoy the fruits of]], IG12(5).243 (Paros):— elsewh. always in Med., κ. γῆν <span class="bibl">Theopomp.Hist.217b</span>; κλῆρον <span class="bibl"><span class="title">PFrankf.</span>7.7</span> (iii B.C.), cf. <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>119</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>5.12</span>, <span class="title">IG</span>5(2).419.14 (Phigalea, iii B.C.), ib.7.413.28, al. (Oropus, i B.C.), etc.; Χρόνον <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>3p.61U.</span>; but also, [[exhaust]] the soil, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρός <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.9.1</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">CP</span>4.8.1</span>: metaph., δόξαν ἐσθλήν <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>432</span>; κῦδος ἐκαρπίσατο <span class="title">Epigr.Gr.</span>516.4 (Aegae), cf. <span class="title">Supp.Epigr.</span>3.781 (Gortyn); [[exploit]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1571</span> (i A.D.); <b class="b3">βέλτιον ἐμὲ</b> (sc. <b class="b3">τὴν σοφίαν</b>) καρπίζεσθαι ὑπὲρ Χρυσίον <span class="bibl">LXX<span class="title">Pr.</span>8.19</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[make fruitful]], [[fertilize]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>408</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Hel.</span>1328</span> (lyr.).</span><br /><span class="bld">καρπ-ίζω</span> (B), (<span class="sense"> <span class="bld">A</span> κάρφος <span class="bibl">11</span>) [[enfranchise a slave by touching him with the rod]], <b class="b3">καρπίζομαι ἐπὶ ἐλευθερίᾳ</b>, = Lat. [[adseror]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:30, 10 December 2020
English (LSJ)
(A), (καρπός A) A enjoy the fruits of, IG12(5).243 (Paros):— elsewh. always in Med., κ. γῆν Theopomp.Hist.217b; κλῆρον PFrankf.7.7 (iii B.C.), cf. Hyp.Fr.119, LXXJo.5.12, IG5(2).419.14 (Phigalea, iii B.C.), ib.7.413.28, al. (Oropus, i B.C.), etc.; Χρόνον Epicur.Ep.3p.61U.; but also, exhaust the soil, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρός Thphr.HP8.9.1, cf. CP4.8.1: metaph., δόξαν ἐσθλήν E.Hipp.432; κῦδος ἐκαρπίσατο Epigr.Gr.516.4 (Aegae), cf. Supp.Epigr.3.781 (Gortyn); exploit, BGU1571 (i A.D.); βέλτιον ἐμὲ (sc. τὴν σοφίαν) καρπίζεσθαι ὑπὲρ Χρυσίον LXXPr.8.19. II make fruitful, fertilize, E.Ba.408 (lyr.), Hel.1328 (lyr.).
καρπ-ίζω (B), ( A κάρφος 11) enfranchise a slave by touching him with the rod, καρπίζομαι ἐπὶ ἐλευθερίᾳ, = Lat. adseror, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1328] 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασθαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασθαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον θ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. καρπισμός.
Greek (Liddell-Scott)
καρπίζω: (Α), συλλέγω τὸν καρπόν, ἢ ἁπλῶς συλλέγω τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ ὡσαύτως, ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρὸς εἶτα κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., κῦδος ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.
French (Bailly abrégé)
recueillir les fruits, récolter.
Étymologie: καρπός.
Greek Monolingual
(I)
(Α καρπίζω) [[[καρπός]] (Ι)]
μέσ. καρπίζομαι
(σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ
2. φέρω αποτέλεσμα
3. κάνω κάτι να καρποφορήσει
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) συλλέγω τον καρπό («καρπίζουσι δὲ αὐτήν ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ», Διοσκ.)
2. κάνω γόνιμη τη γη («βαρβάρου ποταμοῡ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβρον», Ευρ.).
(II)
καρπίζω (Α) [[[καρπός]] (ΙΙ)]
απελευθερώνω δούλο αγγίζοντας τον με το κάρφος, με το ραβδί.
Greek Monotonic
καρπίζω: μέλ. -σω (καρπός), κάνω κάτι να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, λιπαίνω το έδαφος καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καρπίζω: досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρπίζω [καρπός] vruchtbaar maken; overdr. med. oogsten, de vruchten plukken van, met acc.: δόξαν κ. roem oogsten Eur. Hipp. 432.