παρακάλυμμα: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakalymma | |Transliteration C=parakalymma | ||
|Beta Code=paraka/lumma | |Beta Code=paraka/lumma | ||
|Definition=[<b class="b3">κᾰ], ατος, τό</b>, <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">κᾰ], ατος, τό</b>, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[anything hung up beside]] or [[before so as to cover]] a thing, [[covering]], [[curtain]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>51</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., [[veil]], [[cloak]], τῶν κακῶν <span class="bibl">Antiph.167</span>; ἀφεγγὲς λήθης π. <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>17.3</span>; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.8.1</span>; π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; [[excuse]], [[pretext]], τῇ λύρᾳ π. χρώμενος <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>4</span>; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας -καλύμματι Id.2.27e, cf. <span class="bibl">Ph.2.186</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 11 December 2020
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό, A anything hung up beside or before so as to cover a thing, covering, curtain, Plu.Alex.51, etc. 2 metaph., veil, cloak, τῶν κακῶν Antiph.167; ἀφεγγὲς λήθης π. LXX Wi.17.3; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1; π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; excuse, pretext, τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας -καλύμματι Id.2.27e, cf. Ph.2.186.
German (Pape)
[Seite 481] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακάλυμμα: τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος ὥστε νὰ καλύπτῃ αὐτό, κάλυμμα, παραπέτασμα, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., πρόφασις, τινος, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 couverture, voile, tapisserie;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρακαλύπτομαι.
Greek Monolingual
τὸ, Α παρακαλύπτω
1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να το καλύπτει, παραπέτασμα
2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.)
β) πρόφαση, πρόσχημα («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παρακάλυμμα: -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή μπροστά, παραπέτασμα, κουρτίνα, σε Πλούτ.· μεταφ., πρόφαση, τινος, για ένα πράγμα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παρακάλυμμα: ατος τό
1) покрывало, покров, занавес (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);
2) перен. прикрытие, предлог (παρακαλύμματί τινος χρῆσθαι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.
Middle Liddell
παρακάλυμμα, ατος, τό,
anything hung up beside or before, a covering, curtain, Plut.:—metaph. an excuse, τινος for a thing, Plut. [from παρακᾰλύπτω]