συγκαταζεύγνυμι: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatazeygnymi | |Transliteration C=sygkatazeygnymi | ||
|Beta Code=sugkatazeu/gnumi | |Beta Code=sugkatazeu/gnumi | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[yoke together]], [[join in marriage]], τινά τινι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>2</span>, cf. <span class="bibl">Sor.1.34</span>:—Pass., <b class="b3">ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ</b> <b class="b2">has become a yoke-fellow</b> with misery, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>123</span>; cf. [[συγκεράννυμι]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:11, 11 December 2020
English (LSJ)
A yoke together, join in marriage, τινά τινι Plu.Cam.2, cf. Sor.1.34:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ has become a yoke-fellow with misery, S.Aj.123; cf. συγκεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 964] (s. ζεύγνυμι), mit einander od. zusammen verbinden; ὁθούνεκ' ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, Soph. Ai. 123, Einen ans Unglück fesseln; bes. von der Ehe, τοὺς ἀγάμους ταῖς χηρευούσαις γυναιξί, Plut. Camill. 2; Luc. Tox. 25.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταζεύγνῡμι: μέλλ. -ξω, συζευγνύω, συνδέω, εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, εἶναι συνεζευγμένος μετὰ δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. συγκεράννυμι.
French (Bailly abrégé)
unir : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: σύν, καταζεύγνυμι.
Greek Monolingual
Α
1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.)
2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι
μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταζεύγνυμι «ζεύω μαζί»].
Greek Monotonic
συγκαταζεύγνῡμι: μέλ. -ξω, ζεύω, δένω μαζί με, παντρεύω κάποιον, τινά τινι, σε Πλούτ. — Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται, έχει δεθεί στενά, έχει παντρευτεί τη δυστυχία του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταζεύγνῡμι: сопрягать, сочетать браком (τινά τινι Plut., Luc.): ἄτῃ συγκαταζευχθῆναι κακῇ Soph. быть обреченным на несчастье.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταζεύγνυμι samen onder een juk brengen verbinden met, binden aan, pass. met dat.. Soph. Ai. 123. in een huwelijk verbinden met, met acc. en dat.. Plut. Cam. 2.4.
Middle Liddell
fut. ξω
to yoke together, join in marriage, τινά τινι Plut.:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται has become a yoke-fellow with misery, Soph.