σύγκριμα: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkrima | |Transliteration C=sygkrima | ||
|Beta Code=su/gkrima | |Beta Code=su/gkrima | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[body formed by combination]], [[compound]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>76p.345U.</span> (pl.), <span class="title">Placit.</span>1.15.8, al., <span class="bibl">Plb.34.5.3</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.24</span>, <span class="bibl">Sor.1.22</span>, Gal.8.928; anatomical [[structure]], Id.2.899, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>18.2</span>; of the [[union]] of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.<span class="title">D.</span>3.11. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">σ. μουσικῶν</b> [[concert]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>35(32)</span>.(<span class="bibl">7</span>) <span class="bibl">5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[judgement]], [[decree]], ib.<span class="bibl"><span class="title">1 Ma.</span>1.57</span>, <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.68.34</span> (i A.D.), Thd.<span class="title">Da.</span>4.21. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> = [[σύγκρισις]] 111, <span class="bibl">LXX <span class="title">Da.</span>5.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 12 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A body formed by combination, compound, Epicur.Fr.76p.345U. (pl.), Placit.1.15.8, al., Plb.34.5.3, S.E.P.2.24, Sor.1.22, Gal.8.928; anatomical structure, Id.2.899, Philum.Ven.18.2; of the union of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.D.3.11. 2 σ. μουσικῶν concert, LXX Si.35(32).(7) 5. II judgement, decree, ib.1 Ma.1.57, PAmh.2.68.34 (i A.D.), Thd.Da.4.21. III = σύγκρισις 111, LXX Da.5.26.
German (Pape)
[Seite 969] τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Ggstz zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρῐμα: τό, σῶμα σύνθετον, σύγκραμα, Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, μουσικὴ συναυλία, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. ἀπόφασις, κρίσις, αὐτόθι (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = σύγκρισις ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.
Étymologie: συγκρίνω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συγκρίνω
νεοελλ.
1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων
2. (πετρογρ.) μέρος της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές
3. ιατρ. παθολογικός στερεός σχηματισμός μέσα σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος
μσν.-αρχ.
σύνθετο σώμα, σύγκραμα
αρχ.
1. ανατομικός σχηματισμός
2. το αποτέλεσμα του συγκρίνω, κρίση, απόφαση
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. φρ. «σύγκριμα μουσικῶν» — μουσική συναυλία.
Russian (Dvoretsky)
σύγκρῐμα: ατος τό составное тело, сложное образование (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).