έριδα: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἔρις]], Μ και ἔριτα)<br /><b>1.</b> [[φιλονεικία]], [[διένεξη]], [[μάλωμα]]<br /><b>2.</b> [[λογομαχία]], [[διαφωνία]]<br /><b>3.</b> [[διχόνοια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συναγωνισμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στέκω]] εἰς ἔριταν» — [[φιλονικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ένοπλη [[ρήξη]] («ἔριν αἱματόεσσαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άμιλλα]], [[ανταγωνισμός]], [[ζήλος]] («ἀγαθῶν [[ἔρις]]» — ο [[υπέρ]] του καλού [[ζήλος]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φυσικό]] [[αξίωμα]], [[αρχή]] («[[πάντα]] κατ’ ἔριν γίνεσθαι», Ηράκλ.)<br /><b>4.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ἡ Ἔρις</i><br />α) η θεά, [[αδελφή]] του Άρη, που παρακινεί τους θνητούς σε πόλεμο, σε διχοστασίες<br />β) η θεά της διχόνοιας στον γάμο του Πηλέως και της Θέτιδος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἔριν τινός», από [[αντιζηλία]] [[προς]] κάποιον, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> αττ. τ. [[αντί]] [[ἶρις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τα παράγωγα ανθρωπωνύμια <i>Αμφ</i>-<i>ήρι</i>-<i>τος</i>, <i>Αν</i>-<i>ήριτος</i> οδηγούν στην [[υπόθεση]] ύπαρξης αρχικού θ. σε -<i>ι</i>, ενώ το -<i>τ</i>- [[είναι]] υστερογενές. Η υποτεθείσα [[σύνδεση]] με τα [[ερέθω]], [[Ερινύς]], [[ορίνω]] και με αρχ. ινδ. <i>ari</i>-, <i>ari</i> «[[εχθρός]]» [[είναι]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριδαίνω]], [[εριδμαίνω]]].
|mltxt=η (AM [[ἔρις]], Μ και ἔριτα)<br /><b>1.</b> [[φιλονεικία]], [[διένεξη]], [[μάλωμα]]<br /><b>2.</b> [[λογομαχία]], [[διαφωνία]]<br /><b>3.</b> [[διχόνοια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συναγωνισμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στέκω]] εἰς ἔριταν» — [[φιλονικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ένοπλη [[ρήξη]] («ἔριν αἱματόεσσαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άμιλλα]], [[ανταγωνισμός]], [[ζήλος]] («ἀγαθῶν [[ἔρις]]» — ο [[υπέρ]] του καλού [[ζήλος]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φυσικό]] [[αξίωμα]], [[αρχή]] («[[πάντα]] κατ’ ἔριν γίνεσθαι», Ηράκλ.)<br /><b>4.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ἡ Ἔρις</i><br />α) η θεά, [[αδελφή]] του Άρη, που παρακινεί τους θνητούς σε πόλεμο, σε διχοστασίες<br />β) η θεά της διχόνοιας στον γάμο του Πηλέως και της Θέτιδος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἔριν τινός», από [[αντιζηλία]] [[προς]] κάποιον, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> αττ. τ. [[αντί]] [[ἶρις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τα παράγωγα ανθρωπωνύμια <i>Αμφ</i>-<i>ήρι</i>-<i>τος</i>, <i>Αν</i>-<i>ήριτος</i> οδηγούν στην [[υπόθεση]] ύπαρξης αρχικού θ. σε -<i>ι</i>, ενώ το -<i>τ</i>- [[είναι]] υστερογενές. Η υποτεθείσα [[σύνδεση]] με τα [[ερέθω]], [[Ερινύς]], [[ορίνω]] και με αρχ. ινδ. <i>ari</i>-, <i>ari</i> «[[εχθρός]]» [[είναι]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριδαίνω]], [[εριδμαίνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:06, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα)
1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα
2. λογομαχία, διαφωνία
3. διχόνοια
μσν.
1. συναγωνισμός
2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» — φιλονικώ
αρχ.
1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.)
2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος («ἀγαθῶν ἔρις» — ο υπέρ του καλού ζήλος, Αισχύλ.)
3. φυσικό αξίωμα, αρχήπάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι», Ηράκλ.)
4. (ως κύριο όνομα) ἡ Ἔρις
α) η θεά, αδελφή του Άρη, που παρακινεί τους θνητούς σε πόλεμο, σε διχοστασίες
β) η θεά της διχόνοιας στον γάμο του Πηλέως και της Θέτιδος
5. φρ. «κατ’ ἔριν τινός», από αντιζηλία προς κάποιον, Ηρόδ.)
6. αττ. τ. αντί ἶρις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Τα παράγωγα ανθρωπωνύμια Αμφ-ήρι-τος, Αν-ήριτος οδηγούν στην υπόθεση ύπαρξης αρχικού θ. σε -ι, ενώ το -τ- είναι υστερογενές. Η υποτεθείσα σύνδεση με τα ερέθω, Ερινύς, ορίνω και με αρχ. ινδ. ari-, ari «εχθρός» είναι αμφίβολη.
ΠΑΡ. ερίζω
αρχ.
εριδαίνω, εριδμαίνω].