θρυλέω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thryleo | |Transliteration C=thryleo | ||
|Beta Code=qrule/w | |Beta Code=qrule/w | ||
|Definition=(θρῦλος) <span class="sense"> | |Definition=(θρῦλος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make a confused noise]], [[chatter]], [[babble]], τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>348</span>; [[θρυλέοιμι]] trisyll., <span class="bibl">Theoc.2.142</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. acc., [[repeat over and over]], θρυλοῦσ' ἅ γ' εἰπεῖν ἤθελον <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>910</span>; τὰ τοιαῦτα οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ -οῦσιν, ὅτι… <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>65b</span>; τὰ μυθώδη... πάντες -οῦσιν <span class="bibl">Isoc.12.237</span>; ὃ πάντες ἐθρύλουν τέως, δεῖν… <span class="bibl">D.1.7</span>, cf. <span class="bibl">19.156</span>; [<b class="b3">τὴν τριήρη] θρυλήσει</b> [[will keep talking of]] it, <span class="bibl">Id.21.160</span>: abs., καθάπερ πάλαι θρυλῶ <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>109</span> G.; <b class="b3">περὶ ἀγαθοῦ θ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>423</span>: c. inf., <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.452.20</span> (iv A.D.):—Pass., to [[be common talk]], <b class="b3">τὸ -ούμενον, τὸ… πανταχοῦ θ</b>. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>285.1</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.<span class="title">Ep.</span>6.7</span>, <span class="bibl">Theopomp.Com.35</span>, <span class="bibl">Antiph.246.2</span>; τὸ θ. ποτε ἀπόρρητον <span class="bibl">D.2.6</span>; ἡ ὑπὸ πάντων θρυλουμένη εἰρήνη <span class="bibl">Id.19.273</span>; <b class="b3">τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θ</b>. <span class="bibl">Anaxipp.1.4</span>; περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415a3</span>; <b class="b3">αἱ τεθρ. καὶ κοιναὶ γνῶμαι</b> ib.<span class="bibl">1395a10</span>; τὰ θ. περὶ τὸν βάτραχον <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>620b11</span>; <b class="b3">τινῶν λόγων ὑπὸ τῆς μητρός μου θρυλησθέντων</b> (sic) <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>144.45</span> (ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:00, 30 December 2020
English (LSJ)
(θρῦλος) A make a confused noise, chatter, babble, τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν Ar.Eq.348; θρυλέοιμι trisyll., Theoc.2.142. II c. acc., repeat over and over, θρυλοῦσ' ἅ γ' εἰπεῖν ἤθελον E.El.910; τὰ τοιαῦτα οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ -οῦσιν, ὅτι… Pl.Phd.65b; τὰ μυθώδη... πάντες -οῦσιν Isoc.12.237; ὃ πάντες ἐθρύλουν τέως, δεῖν… D.1.7, cf. 19.156; [τὴν τριήρη] θρυλήσει will keep talking of it, Id.21.160: abs., καθάπερ πάλαι θρυλῶ Epicur.Nat.109 G.; περὶ ἀγαθοῦ θ. Id.Fr.423: c. inf., PSI5.452.20 (iv A.D.):—Pass., to be common talk, τὸ -ούμενον, τὸ… πανταχοῦ θ. E.Fr.285.1, cf. Isoc.Ep.6.7, Theopomp.Com.35, Antiph.246.2; τὸ θ. ποτε ἀπόρρητον D.2.6; ἡ ὑπὸ πάντων θρυλουμένη εἰρήνη Id.19.273; τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θ. Anaxipp.1.4; περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς Arist.Rh.1415a3; αἱ τεθρ. καὶ κοιναὶ γνῶμαι ib.1395a10; τὰ θ. περὶ τὸν βάτραχον Id.HA620b11; τινῶν λόγων ὑπὸ τῆς μητρός μου θρυλησθέντων (sic) UPZ144.45 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
θρῡλέω: (κοινῶς θρυλλέω, ἴδε ἐν λ. θρῦλος)· - ποιῶ συγκεχυμένον θόρυβον, φλυαρῶ, τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 348· ἐν Θεοκρ. 2. 142 θρυλέωμι (θρυλέοιμι Ahrens) εἶναι τρισύλλαβον κατὰ συνίζησιν τοῦ -έω. ΙΙ. μετ. αἰτιατ. πράγμ., συνεχῶς ὁμιλῶ περί τινος πράγματος, ἐπαναλαμβάνω συχνάκις, Λατ. decantare, θρυλοῦσ’ ἅ γ’ εἰπεῖν ἤθελον Εὐρ. Ἠλ. 910· τὰ τοιαύτα οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ θρυλοῦσιν... ὅτι... Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 65Β· τὰ μυθώδη... ἃ πάντες θρυλοῦσιν Ἰσοκρ. 282Β· ὃ πάντες ἐθρύλουν τέως, ὡς δεῖ... Δημ. 11. 1, πρβλ. 30. 21., 390. 5· τὴν τριήρη θρυλήσει, θὰ ἐπιμείνῃ λαλῶν περὶ τῆς τρ., αὐτόθι 566. 15 - Παθ., εἶμαι θέμα κοινῆς ὁμιλίας, τὸ θρυλούμενον, περὶ οὗ πάντες λαλοῦσι, περὶ οὗ γίνεται πολὺς λόγος, τὸ... πανταχοῦ θρ. Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 419C· τὸ θρ. ποτὲ ἀπόρρητον Δημ. 19. 27· ἡ ὑπὸ πάντων θρυλουμένη εἰρήνη ὁ ἀυτ. 528 ἐν τέλ.· τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θρ. Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 4· οὕτω, περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 4· αἱ τεθρ. καὶ κοιναὶ γνῶμαι ἀυτόθι 2. 21, 11· τὰ τεθρ. περὶ τὸν βάτραχον ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 37, 1, κτλ. - ἐν Σοφ. Φιλ. 1401 τεθρήνηται ἐκ διορθώσεως.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mieux que θρυλλέω;
1 murmurer, chuchoter;
2 répéter sans cesse ou partout, redire à satiété ; Pass. τὸ τεθρυλημένον πολλοῖς ARSTT ce que tout le monde répète, lieu commun.
Étymologie: θρῦλος.
Greek Monotonic
θρῡλέω: (λαϊκιστί θρυλλέω), μέλ. -ήσω,
I. δημιουργώ συγκεχυμένο θόρυβο, φλυαρώ, τραυλίζω, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
II. με αιτ. πράγμ., μιλώ συνεχώς για κάτι, επαναλαμβάνω ξανά και ξανά, Λατ. decantare, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· Παθ., τὸ θρυλούμενον, κοινή ομιλία, το κοινώς λεγόμενο, αυτό που βρίσκεται στο στόμα όλων, για το οποίο μιλάνε όλοι, στον Δημ.
Russian (Dvoretsky)
θρῡλέω: v. l. θρυλλέω
1) бормотать (θ. καὶ λαλεῖν Arph.);
2) говорить без умолку, беспрестанно повторять (τὰ μυθώδη Isocr.; τὰ τοιαῦτα ἀεί Plat.): θρυλοῦσα ἅ γ᾽ εἰπεῖν ἤθελον Eur. повторяя (про себя) то, что хотела сказать (тебе); τὸ θρυλούμενον ἀπόρρητον Dem. секрет, ставший предметом всеобщих толков; τὸ κοινὸν καὶ θρυλούμενον Plat. всем известное и всеми повторяемое; τὸ τεθρυλημένον πολλοῖς Arst. и ὁ θρυλλούμενος ἀεὶ λόγος Plut. нечто общеизвестное, общее место, избитая фраза.
Middle Liddell
θρῡλέω, θρῦλος
I. to make a confused noise, chatter, babble, Ar., Theocr.
II. c. acc. rei, to be always talking about a thing, repeat over and over again, Lat. decantare, Eur., Plat., etc.:— Pass., τὸ θρυλούμενον the common talk, what is in every one's mouth, Dem.