μονοχίτων: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monochiton | |Transliteration C=monochiton | ||
|Beta Code=monoxi/twn | |Beta Code=monoxi/twn | ||
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ωνος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"> | |Definition=[<b class="b3">ῐ], ωνος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wearing only the tunic]], <span class="bibl">Pythaen.6</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>25.3</span>, <span class="bibl">Plb.14.11.2</span>, <span class="bibl">D.S.17.35</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>25</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sat.</span>11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[with a single coat]], of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:37, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A wearing only the tunic, Pythaen.6, Arist.Ath.25.3, Plb.14.11.2, D.S.17.35, Plu.Sull.25, Luc.Sat.11. II with a single coat, of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.
German (Pape)
[Seite 206] ωνος, im bloßen Unterkleide; εἰκόνες, Pol. 14, 11, 2; Plut. Sull. 25; ἀναμπέχονος καὶ μονοχίτων, als peloponnesische Tracht der Jungfrauen, Ath. XIII, 589 e; Luc. Cronos. 11.
Greek (Liddell-Scott)
μονοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα, Πολύβ. 14. 11, 2, Ἀθήν. 589F, Λουκ. Κρονοσόλ. 11· πρβλ. μονόπεπλος.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu seulement d’une tunique.
Étymologie: μόνος, χιτών.
Greek Monolingual
μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.)
(μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» — ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα
αρχ.
(για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χιτών (πρβλ. ξανθο-χίτων, χρυσο-χίτων)].
Greek Monotonic
μονοχίτων: [ῑ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μονοχίτων: ωνος adj. одетый в один лишь хитон Polyb., Plut., Luc.
Middle Liddell
μονο-χί˘των, ωνος, ὁ, ἡ,
wearing only the tunic, Luc.