ποιός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poios
|Transliteration C=poios
|Beta Code=poio/s
|Beta Code=poio/s
|Definition=ά, όν, indef. Adj. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of a certain nature]], [[kind]], or [[quality]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 770d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>10a27</span>, etc.; esp. joined with τις, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>262e</span>, al., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>8b25</span>; ποιὰ ἄττα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>438b</span>, al.; <b class="b3">τὸ ποιόν</b>, = [[ποιότης]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1083a11</span>, al.; μοναχῶς μὲν ἡ ποιότης λέγεται κατ' αὐτοὺς τοὺς Στωϊκούς, τριχῶς δὲ ὁ ποιός <span class="title">Stoic.</span>2.129, cf. 131,168, al.: pl., τὰ τοιαῦτα π. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Comm.Math.</span>14</span>; τὸ π. μέλος <b class="b2">such-and-such</b>, PMag.Par.1.327.</span>
|Definition=ά, όν, indef. Adj. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a certain nature]], [[kind]], or [[quality]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 770d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>10a27</span>, etc.; esp. joined with τις, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>262e</span>, al., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>8b25</span>; ποιὰ ἄττα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>438b</span>, al.; <b class="b3">τὸ ποιόν</b>, = [[ποιότης]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1083a11</span>, al.; μοναχῶς μὲν ἡ ποιότης λέγεται κατ' αὐτοὺς τοὺς Στωϊκούς, τριχῶς δὲ ὁ ποιός <span class="title">Stoic.</span>2.129, cf. 131,168, al.: pl., τὰ τοιαῦτα π. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Comm.Math.</span>14</span>; τὸ π. μέλος <b class="b2">such-and-such</b>, PMag.Par.1.327.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιός Medium diacritics: ποιός Low diacritics: ποιος Capitals: ΠΟΙΟΣ
Transliteration A: poiós Transliteration B: poios Transliteration C: poios Beta Code: poio/s

English (LSJ)

ά, όν, indef. Adj. A of a certain nature, kind, or quality, Pl.Lg. 770d, Arist.Cat.10a27, etc.; esp. joined with τις, Pl.Sph.262e, al., Arist.Cat.8b25; ποιὰ ἄττα Pl.R.438b, al.; τὸ ποιόν, = ποιότης, Arist. Metaph.1083a11, al.; μοναχῶς μὲν ἡ ποιότης λέγεται κατ' αὐτοὺς τοὺς Στωϊκούς, τριχῶς δὲ ὁ ποιός Stoic.2.129, cf. 131,168, al.: pl., τὰ τοιαῦτα π. Iamb.Comm.Math.14; τὸ π. μέλος such-and-such, PMag.Par.1.327.

German (Pape)

[Seite 652] Indefinitum zum Vor., von einer gewissen Beschaffenheit, Eigenschaft, so u. so beschaffen; οὐκοῦν καὶ ποιόν τινα αὐτὸν τὸν λόγον εἶναι δεῖ, Plat. Soph. 262 e; τῶν δὲ ποιῶν τινῶν ποιὰ ἄττα, Rep. IV, 438 e; Arist. eth. 1, 9 u. sonst, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ποιός: -ά, -όν, ἀόρ. ἀντων., ὁ ἔχων φύσιν τινά, εἶδός τι ἢ ποιότητά τινα, συχν. παρὰ Πλάτ., μάλιστα συνημμένον μετὰ τοῦ τις, οἷον, ποιός τις, ποιὰ ἄττα ἐν Σοφ. 262Ε, ἐν Πολ. 438Ε· ἴδε Ἀριστ. Κατηγ. 4. 1., 8, 1 κἑξ.· τὸ ποιόν, = ποιότης, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 6, 11, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de telle ou telle qualité, de telle ou telle sorte, tel ou tel, d’ord. suivi de τις.
Étymologie: *πός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, ΝΜΑ
(αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν
βλ. ποιόν
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του
αρχ.
(πάντοτε με την αντων. τις)
1. κάποιος, λίγος, λιγοστός, ελαφρός, μερικός («ἐπῆλθε ποιά τις βελτίωσις»)
επίρρ...
ποιῶς Α
(ως τροπ.) με κάποιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αόριστη αντων. ποιός, ποιά, ποιόν έχει σχηματιστεί από το θέμα πο- τών ερωτηματικών και αόριστων αντων. (βλ. λ. πο-) με επίθημα -οιος (πρβλ. ποίος)].

Greek Monotonic

ποιός: -ά, -όν, αόρ. αντων., αυτός που έχει κάποια φύση, είδος ή ποιότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ποιός: (преимущ. с τις) какой-нибудь, тот или иной, так или иначе определенный Plat.: ποιοί τινες εἶναι Arst. быть качественно определенными.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιός -ά -όν [~ πο] pron. indef., van een bepaalde soort; vaak met τις:. τὰ μὲν ποιὰ ἄττα ποιοῦ τινός ἐστιν zaken die een bepaalde hoedanigheid uitdrukken vallen onder een bepaalde hoedanigheid Plat. Resp. 438b.

Middle Liddell

ποιός, ή, όν
Indef. adj., of a certain nature, kind or quality, Plat.