στηρικτικός: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stiriktikos | |Transliteration C=stiriktikos | ||
|Beta Code=sthriktiko/s | |Beta Code=sthriktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stationary]], of planetary phases, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>5.87</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:45, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A stationary, of planetary phases, Procl.Hyp.5.87.
Greek (Liddell-Scott)
στηρικτικός: -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, ἀκίνητος, Πρόκλ.· ― ὡσαύτως στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στηρικτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στηρίζω
νεοελλ.
κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα»)
μσν.
σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)
αρχ.
(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) ακίνητος, στάσιμος («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).
-ή, -ό, Ν
φρ. «στηρικτικός ιστός»
βοτ. μόνιμος σύνθετος ιστός τών φυτών που αποτελείται από δύο τύπους, το κολλέγχυμα και το σκληρέγχυμα.