τοποτηρητής: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
mNo edit summary |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=topotiritis | |Transliteration C=topotiritis | ||
|Beta Code=topothrhth/s | |Beta Code=topothrhth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[representative]], [[vicarius]], [[deputy]], one who acts in the place of another, [[warden]] of a [[τόπος]] 1.6, Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 482, 788, <span class="bibl"><span class="title">PMonac.</span>6.11</span> (vi A. D.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:20, 31 December 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A representative, vicarius, deputy, one who acts in the place of another, warden of a τόπος 1.6, Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 482, 788, PMonac.6.11 (vi A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, der Stellvertreter, erst sehr Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τοποτηρητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἀντιπρόσωπος, ἀπεσταλμένος, κλπ., Λατιν. vicarius, Κανὼν Καρθαγέν. 4, Ἐφέσου 1176Β, Θεόδ. Στουδ. IV, 1216D, κλπ. 2) ἀρχηγὸς φρουρᾶς ἐν φρουρίῳ Θεοφ. 604, 17.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τοποτηρῶ
νεοελλ.
1. αναπληρωτής, αντικαταστάτης
2. εκκλ. αναπληρωτής επισκόπου σε σύνοδο
νεοελλ.-μσν.
1. (στο Βυζ.) πολιτικό αξίωμα του οποίου ο κάτοχος αντικαθιστούσε τον αρχηγό σε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες
2. εκκλησιαστικό αξίωμα, του οποίου ο κάτοχος κληρικός διορίζεται από την προϊστάμενη εκκλησιαστική αρχή επικεφαλής χηρεύουσας επισκοπής ωσότου η τελευταία πληρωθεί κανονικά, διάστημα κατά το οποίο ο τοποτηρητής δεν μπορεί να επιφέρει καμιά αλλαγή που θα μπορούσε να είναι επιζήμια για τον μέλλοντα επίσκοπο
μσν.
διοικητής στρατιωτικής μονάδας
μσν.-αρχ.
αντιπρόσωπος επαρχίας.