τρομερός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tromeros
|Transliteration C=tromeros
|Beta Code=tromero/s
|Beta Code=tromero/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[trembling]], χεῖρες Hp.<span class="title">Acut.</span> (<span class="title">Sp.</span>) <span class="bibl">23</span> (where Gal.15.827 prefers [[τρομώδης]]) ; βάσις <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>304</span> (lyr.); γήρᾳ τ. γυῖα <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>231</span>; prob. so in <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>10.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[trembling for fear]], [[quaking]], <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span> 176</span> (anap.), al.; δεῖμα <span class="bibl">A.R.4.53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[fearful]], μάστιξ <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>36</span> (anap.), cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.266,357, <span class="title">PMag.Leid.V.</span>4.30.</span>
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[trembling]], χεῖρες Hp.<span class="title">Acut.</span> (<span class="title">Sp.</span>) <span class="bibl">23</span> (where Gal.15.827 prefers [[τρομώδης]]) ; βάσις <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>304</span> (lyr.); γήρᾳ τ. γυῖα <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>231</span>; prob. so in <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>10.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[trembling for fear]], [[quaking]], <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span> 176</span> (anap.), al.; δεῖμα <span class="bibl">A.R.4.53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[fearful]], μάστιξ <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>36</span> (anap.), cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.266,357, <span class="title">PMag.Leid.V.</span>4.30.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:30, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομερός Medium diacritics: τρομερός Low diacritics: τρομερός Capitals: ΤΡΟΜΕΡΟΣ
Transliteration A: tromerós Transliteration B: tromeros Transliteration C: tromeros Beta Code: tromero/s

English (LSJ)

ά, όν, A trembling, χεῖρες Hp.Acut. (Sp.) 23 (where Gal.15.827 prefers τρομώδης) ; βάσις E.Ph.304 (lyr.); γήρᾳ τ. γυῖα Id.HF231; prob. so in Sapph.Supp.10.4. 2 trembling for fear, quaking, E.Tr. 176 (anap.), al.; δεῖμα A.R.4.53. II fearful, μάστιξ E.Rh.36 (anap.), cf. PMag.Par.1.266,357, PMag.Leid.V.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

τρομερός: -ά, -όν, ὁ τρέμων, τρ. γήρᾳ Εὐρ. Φοίν. 303, Ἡρ. Μαιν. 231. 2) τρέμων ἐκ φόβου, πεφοβημένος, Τρῳ. 176, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, φοβερός, φόβον καὶ τρόμον ἐμποιῶν, Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 36.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 tremblant ; particul. tremblant de crainte;
2 qui fait trembler, terrible.
Étymologie: τρόμος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρομερός,-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη»)
β) (για πρόσ.) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ ικανός, δεινός (α. «τρομερός ομιλητής» β. «τρομερός χαρτοπαίκτης»)
γ) (για πράγμ.) πολύ ισχυρόςτρομερός θόρυβος»)
2. φρ. «είναι τρομερό»
(ενν. πράγμα) είναι ανυπόφορο («είναι τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)
αρχ.
1. αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν», Ευρ.)
2. τρομαγμένος, περιδεής.
επίρρ...
τρομερά Ν
(καταχρ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («είναι τρομερά ζηλιάρης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + κατάλ. -ερός (πρβλ. ζοφ-ερός, φοβ-ερός)].

Greek Monotonic

τρομερός: -ά, -όν (τρέμω), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· τρεμάμενος από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ.
II. φοβερός, αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τρομερός:
1) дрожащий: γήρᾳ τ. Eur. трясущийся от старости;
2) дрожащий от страха, испуганный (φρήν Eur.);
3) повергающий в дрожь, страшный (μάστιξ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρομερός -ά -όν [τρόμος] bevend, trillend:. γήρᾳ τρομερὰ γυῖα mijn ledematen trillen van ouderdom Eur. HF 231; τρομερὰ σκηνὰς ἔλιπον τάσδ ’ bevend van angst verliet ik deze tent Eur. Tr. 176.

Middle Liddell

τρομερός, ή, όν τρέμω
I. trembling, Eur.: trembling for fear, quaking, Eur.
II. fearful, Eur.

English (Woodhouse)

trembling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)