ἀδευκής: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=adefkis | |Transliteration C=adefkis | ||
|Beta Code=a)deukh/s | |Beta Code=a)deukh/s | ||
|Definition=ές, Hom. only in Od., <span class="sense"> | |Definition=ές, Hom. only in Od., <span class="sense"><span class="bld">A</span> ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ <span class="bibl">4.489</span>; ἀδευκέα πότμον <span class="bibl">10.245</span>; φῆμιν ἀδευκέα <span class="bibl">6.273</span>, cf. <span class="bibl">A.R.2.267</span>, etc. (Expl. by Scholl. either (cf. [[δεῦκος]], q.v.) [[not sweet]], i. e. [[bitter]], [[cruel]], or (cf. [[δεύκει]]) [[unexpected]], cf. Apollon. <span class="title">Lex.</span>, Hsch.:—<b class="b3">ἀ.φωνή</b> expl. as [[not imitative]], opp. [[πολυδευκής]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>5.38</span>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:38, 31 December 2020
English (LSJ)
ές, Hom. only in Od., A ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ 4.489; ἀδευκέα πότμον 10.245; φῆμιν ἀδευκέα 6.273, cf. A.R.2.267, etc. (Expl. by Scholl. either (cf. δεῦκος, q.v.) not sweet, i. e. bitter, cruel, or (cf. δεύκει) unexpected, cf. Apollon. Lex., Hsch.:—ἀ.φωνή expl. as not imitative, opp. πολυδευκής, Ael.NA5.38.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀδευκής: -ές, λέξις παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ὀδ., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, Δ. 489· ἀδευκέα πότμον, Κ. 245· φῆμιν ἀδευκέα, Ζ. 273: ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. κτλ.· ― κοινῶς ἑρμηνεύεται, οὐχὶ γλυκύς, πικρός, σκληρὸς (δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ, λέγει ὁ Σχολ. τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. 2. 267, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 489, κτλ.), καὶ ὁ Νίκ. ἐν τοῖς Ἀλεξ. 328, μετεχειρίσθη δευκέϊ οἴνῳ, = γλυκέϊ. Ἀλλ’ οἱ Σχολιαστ. σχεδὸν πάντοτε προσθέτουσι καὶ ἄλλην σημασίαν, = ἀπεοικώς, ἀπροσδόκητος, ἀπροόρατος, ἀνείκαστος, ὁ Ἀπολλών. ἐν τῷ Λεξ. Ὁμ. ἑρμηνεύει, «ἀδευκεῖ, ἤτοι τῷ ἀπεοικότι; ἢ οἷον ἀδεχεῖ (ἴσως ἀδοκεῖ), ἀπροσδοκήτῳ.» Καὶ ὁ Κούρτιος δὲ δοξάζει ὡς πιθανόν, ἐπὶ ἐτυμολογικῶν λόγων στηριζόμενος, ὅτι ἡ τελευταία αὕτη σημασία εἶναι ἡ ἀληθὴς Ὁμηρική, ἡγούμενος ὅτι τὸ δευκής ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ δοκέω, πρβλ. ἐνδυκέως, Πολυδεύκης.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non doux, amer, triste, cruel.
Étymologie: ἀ, δεῦκος.
English (Autenrieth)
odious, unpleasant; θάνατος, πότμος, φῆμις.
Spanish (DGE)
-ές
1 oscuro, que no se puede conocer, inesperado gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν Od.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos) Od.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada A.R.4.1503, ἄτη A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera A.R.2.267
•p. ext. difícil de soportar, que trae amargura Hsch.
•en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada Nonn.D.28.81, cf. Hdn.Schem.4.
2 prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, ἄτη hostil, amargo τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil, Od.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas Orph.Fr.775.5.
3 explicado como no imitativo ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.NA 5.38.
• Etimología: De *deuk-/duk- que se encuentra en lat. dūco, gót. tiuhan, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαι-δύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-i̯ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., δεύκω· βλέπω EM 260.54G, ἐνδυκέως ‘con cuidado’, Hsch.
Greek Monotonic
ἀδευκής: -ές, λέξη που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των ὄλεθρος, πότμος, φῆμις· κοινώς ερμηνεύεται «όχι γλυκός, πικρός, σκληρός» (από την αρχαιότερη λέξη δεῦκος που σημαίνει γλυκός)· αλλά πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, απρόσμενος, αιφνίδιος, ξαφνικός (από το δοκ-έω).
Russian (Dvoretsky)
ἀδευκής: неприятный, тяжелый, ужасный (ὄλεθρος, πότμος, φῆμις Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unknown; said of ὄλεθρος, πότμος, φῆμις (Od.).
Dialectal forms: Myc. deukario \/Deukalion\/?
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [0] *deuk-? to care?
Etymology: Presupposes, like Πολυ-δεύκης, a noun *δεῦκος n., which is unknown. (Not to Lat. dūco etc., Lagercrantz KZ 35, 276). Cf. δεύκει φροντίζει H., ἐνδυκέως careful; ἀδευκής would then be careless, rücksichtslos, which fits very well. In a Scholion on A. R. 1, 1027, δεῦκος is glossed as γλεῦκος, which seems most improbable. (Is there a mistake for ΓΔΕΥΚΟΣ?) - The name Δευκαλίων may come from *Λευκαλίων, s. Bechtel Lex. s. ἀδευκής.
Middle Liddell
a word used by Hom. only in Od. as epith. of ὄλεθρος, πότμος, φῆμις, commonly expl. not sweet, bitter, cruel (from an old word δευκής sweet); but more prob. it means unexpected, sudden (from δοκ-έω).
Frisk Etymology German
ἀδευκής: -ές
{adeukḗs}
Meaning: ep. Beiwort (Od., A. R. u. a.) unbekannter Bedeutung.
Etymology : Wie Πολυδεύκης setzt auch ἀδευκής ein Nomen *δεῦκος n. voraus, dessen weitere Anknüpfungen (lat. dūco usw., Lagercrantz KZ 35, 276) man auf sich beruhen lassen muß. Vgl. δεύκει· φροντίζει H., ἐνδυκέως etwa sorgfältig; ἀδευκής also etwa rücksichtslos. In einem Scholion zu A. R. 1, 1027 wird δεῦκος mit γλεῦκος glossiert; ob echte Tradition oder Scholiastenkonstruktion, läßt sich nicht entscheiden. — Der Name Δευκαλίων kann aus *Λευκαλίων dissimiliert sein, s. Bechtel Lex. s. ἀδευκής.
Page 1,20