κατακρεουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakreourgeo
|Transliteration C=katakreourgeo
|Beta Code=katakreourge/w
|Beta Code=katakreourge/w
|Definition=Ion. κατακρε-οργέω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hew in pieces]], [[as a butcher does]] meat, <span class="bibl">Hdt.7.181</span> (Pass.), <span class="bibl">Xanth.12</span>.</span>
|Definition=Ion. [[κατακρεοργέω]],<br><span class="bld">A</span> [[hew in pieces]], as a [[butcher]] does [[meat]], Hdt.7.181 (Pass.), Xanth.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-κρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.
|elnltext=κατακρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατακρεουργῶ]], [[κατακρεουργέω]], ιων. τ. [[κατακρεοργέω]])<br />[[φονεύω]] με πολλές μαχαιριές, [[κατασφάζω]] («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη [[ἅπας]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(σχετικά με μουσικό [[τεμάχιο]] ή λογοτεχνικό [[κείμενο]])<br />[[εκτελώ]], [[αποδίδω]] ή [[ερμηνεύω]] αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το [[ποίημα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρεουργῶ</i> «[[σφάζω]], [[πετσοκόβω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:05, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρεουργέω Medium diacritics: κατακρεουργέω Low diacritics: κατακρεουργέω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: katakreourgéō Transliteration B: katakreourgeō Transliteration C: katakreourgeo Beta Code: katakreourge/w

English (LSJ)

Ion. κατακρεοργέω,
A hew in pieces, as a butcher does meat, Hdt.7.181 (Pass.), Xanth.12.

German (Pape)

[Seite 1356] zerhauen, zerhacken, wie der Koch das Fleisch, in kleine Kochstücke; Her. 7, 181; Xanth. bei Ath. X, 415 d.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρεουργέω: κατατέμνω εἰς τεμάχια ὅπωςκρεοπώλης ἢ ὁ μάγειρος τὸ κρέας, Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καταφαγεῖν Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ σῶμα εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépecer comme de la viande.
Étymologie: κατά, κρεουργέω.

Russian (Dvoretsky)

κατακρεουργέω: разрубать словно мясо: ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας Her. он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.

Greek Monolingual

(AM κατακρεουργῶ, κατακρεουργέω, ιων. τ. κατακρεοργέω)
φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο)
εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το ποίημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεουργῶ «σφάζω, πετσοκόβω»].