πεπρωμένος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεπρωμένος]], -η, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γραμμένος]] από τη [[μοίρα]], [[μοιραίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεπρωμένο</i>(<i>ν</i>)<br />το ορισμένο από τη [[μοίρα]], το γραφτό, η [[ειμαρμένη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» — [[είναι]] αδύνατον να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πεπρωμένα</i><br />(ενν. <i>λαού</i>, <i>έθνους φυλής</i>) επιδιώξεις που έχουν καθοριστεί από [[μοίρα]] ή την προγονική [[παράδοση]] [[καθώς]] και ο [[ρόλος]] τον οποίο καλείται να διαδραματίσει [[ένας]] [[λαός]] ένα [[έθνος]], μία [[φυλή]] στο [[πέρασμα]] τών αιώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. του παρακμ. [[πέπρωται]] του άχρηστου ενεστ. [[πόρω]]].
|mltxt=-η, -ο / [[πεπρωμένος]], -η, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γραμμένος]] από τη [[μοίρα]], [[μοιραίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεπρωμένο</i>(<i>ν</i>)<br />το ορισμένο από τη [[μοίρα]], το γραφτό, η [[ειμαρμένη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον» — [[είναι]] αδύνατον να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πεπρωμένα</i><br />(ενν. <i>λαού</i>, <i>έθνους φυλής</i>) επιδιώξεις που έχουν καθοριστεί από [[μοίρα]] ή την προγονική [[παράδοση]] [[καθώς]] και ο [[ρόλος]] τον οποίο καλείται να διαδραματίσει [[ένας]] [[λαός]] ένα [[έθνος]], μία [[φυλή]] στο [[πέρασμα]] τών αιώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. του παρακμ. [[πέπρωται]] του άχρηστου ενεστ. [[πόρω]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:21, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπρωμένος Medium diacritics: πεπρωμένος Low diacritics: πεπρωμένος Capitals: ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: peprōménos Transliteration B: peprōmenos Transliteration C: pepromenos Beta Code: peprwme/nos

English (LSJ)

v. *πόρω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. πέπρωται.

English (Autenrieth)

see πορ-.

English (Slater)

πεπρωμένος
   1 fated ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν (O. 8.33) σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ (P. 4.61) ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν (N. 4.61) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν (I. 8.32) ] π[ε]πρωμέναν πάθαν α[ Πα. 8A. 16. ὅτι Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ fr. 140a. 67 (41). πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ, οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεπρωμένος, -η, -ον, ΝΑ
1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος
2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν)
το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη
3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον» — είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο από τη μοίρα γι' αυτόν
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεπρωμένα
(ενν. λαού, έθνους φυλής) επιδιώξεις που έχουν καθοριστεί από μοίρα ή την προγονική παράδοση καθώς και ο ρόλος τον οποίο καλείται να διαδραματίσει ένας λαός ένα έθνος, μία φυλή στο πέρασμα τών αιώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του παρακμ. πέπρωται του άχρηστου ενεστ. πόρω].

Russian (Dvoretsky)

πεπρωμένος: [part. pf. pass. к πορεῖν определенный судьбой Hom., Pind., Aesch.: ἡ πεπρωμένη μοῖρα Aesch. предрешенная судьба.

English (Woodhouse)

(see also: πόρω) fated, appointed by doom, appointed by fate, appointed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)