προνοητικός: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προνοητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προνοητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προνοεί, να προβλέπει<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[προσεκτικός]] (α. «για να μην αντιμετωπίζει [[κανείς]] πολλές δυσκολίες, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[προνοητικός]]» β. «ἐνόμιζες [[εἶναι]] τῶν... προνοητικῶν | |mltxt=-ή, -ό / [[προνοητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προνοητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προνοεί, να προβλέπει<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[προσεκτικός]] (α. «για να μην αντιμετωπίζει [[κανείς]] πολλές δυσκολίες, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[προνοητικός]]» β. «ἐνόμιζες [[εἶναι]] τῶν... προνοητικῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προέρχεται από τον θεό, [[θεόσταλτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]] («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πράγμα]] ή [[ενέργεια]]) αυτός που ενέχει [[πρόθεση]], [[σκοπιμότητα]] («καὶ τοῦτο, ἔφη, προνοητικόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προνοητικόν</i><br />η [[πρόνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προνοητικώς</i> / <i>προνοητικῶς</i> ΝΜΑ και <i>προνοητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προνοητικό («ταῡτα οὕτω προνοητικῶς [[πεπραγμένα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «προνοητικῶς ἔχω» — [[προνοώ]], [[φροντίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:12, 27 March 2021
English (LSJ)
ή, όν, A provident, cautious, wary, X.Mem.1.3.9, Men.Epit.344; τὸ πόρρωθεν π. M.Ant.1.16: Comp. προνοητικώτερος Procop.Arc.19. Adv. προνοητικῶς X.Mem.1.4.6, Aen.Tact.18.11, Ph.1.500, Sor.1.14; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός J.AJ11.5.8: Sup. προνοητικώτατα = most wisely, A.D.Pron.104.13. 2 taking thought for or taking care for, esp. of divine providence, θεὸς π. κόσμου D.L.7.147, cf. Str.10.3.23, Ph.2.242; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Arist.EN1141a28, cf. Ph.2.546, Plu.2.1052b, Procl.Inst.120: Comp. προνοητικώτερος Chio Ep.15.2. II of things, showing forethought or design, X.Mem.4.3.6.
German (Pape)
[Seite 735] ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam, Xen. Mem. 4, 3, 6; adv., S. Emp. adv. log. 2, 286.
Greek (Liddell-Scott)
προνοητικός: -ή, -όν, ὁ προνοῶν, προφυλακτικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλούτ. 2. 1052Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ δεικνύων πρόνοιαν ἢ σκοπόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6· πρ. ἔχειν δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 prévoyant;
2 qui a soin de pourvoir, qui prend soin de.
Étymologie: προνοέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προνοητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προνοητής
1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει
2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν... προνοητικῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
αυτός που προέρχεται από τον θεό, θεόσταλτος
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)
2. (για πράγμα ή ενέργεια) αυτός που ενέχει πρόθεση, σκοπιμότητα («καὶ τοῦτο, ἔφη, προνοητικόν», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προνοητικόν
η πρόνοια.
επίρρ...
προνοητικώς / προνοητικῶς ΝΜΑ και προνοητικά Ν
κατά τρόπο προνοητικό («ταῡτα οὕτω προνοητικῶς πεπραγμένα», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «προνοητικῶς ἔχω» — προνοώ, φροντίζω.
Greek Monotonic
προνοητικός: -ή, -όν,
I. προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει πρόνοια ή προμελέτη, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προνοητικός:
1) предусмотрительный, осмотрительный (π. ἢ ἀνόητος Xen.; δύναμις Arst.);
2) заботливый, внимательный (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προνοητικός -ή -όν [προνοέω] vooruitziend:. δύναμις π. het vermogen om vooruit te zien Aristot. EN 1141a28. voorzichtig, bedachtzaam.
Middle Liddell
προνοητικός, ή, όν [from προνοοῦμαι]
I. provident, cautious, wary, Xen.
II. of things, showing forethought or design, Xen.: adv. προνοητικῶς, Xen.