ογκώνω: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ογκώ]] (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [<i>όγκος</i> (Ι)]<br />[[αυξάνω]] τον όγκο, [[εξογκώνω]], [[διογκώνω]], [[φουσκώνω]], [[διαστέλλω]] (α. «το βαρημένον [[στήθος]] του ογκούται», Βαλαωρ.<br />β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρήζομαι από [[πολυφαγία]] («όγκωσα και δεν [[μπορώ]] να χωνέψω)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αυξάνω]] την [[ένταση]], [[ενδυναμώνω]], [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («ογκούται [[συνεχώς]] η λαϊκή [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>ὀγκοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[γίνομαι]] ογκωδέστερος<br />β) [[υπερηφανεύομαι]]<br />γ) επαίρομαι, [[καυχώμαι]], [[αλαζονεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]], [[ανεγείρω]] («[[ἠρίον]] ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τιμώ]], [[μεγαλύνω]]<br />β) [[ανυψώνω]], [[υπερεπαινώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῦν λέγεις», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κάνω]] το ύφος στομφώδες, πομπώδες<br />δ) [[εξυψώνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταπεινώνω]] («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκῶ τὸ [[φρόνημα]]» — [[υπερηφανεύομαι]] (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=και [[ογκώ]] (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [<i>όγκος</i> (Ι)]<br />[[αυξάνω]] τον όγκο, [[εξογκώνω]], [[διογκώνω]], [[φουσκώνω]], [[διαστέλλω]] (α. «το βαρημένον [[στήθος]] του ογκούται», Βαλαωρ.<br />β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρήζομαι από [[πολυφαγία]] («όγκωσα και δεν [[μπορώ]] να χωνέψω)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αυξάνω]] την [[ένταση]], [[ενδυναμώνω]], [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («ογκούται [[συνεχώς]] η λαϊκή [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>ὀγκοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[γίνομαι]] ογκωδέστερος<br />β) [[υπερηφανεύομαι]]<br />γ) επαίρομαι, [[καυχώμαι]], [[αλαζονεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]], [[ανεγείρω]] («[[ἠρίον]] ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τιμώ]], [[μεγαλύνω]]<br />β) [[ανυψώνω]], [[υπερεπαινώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῦν λέγεις», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κάνω]] το ύφος στομφώδες, πομπώδες<br />δ) [[εξυψώνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταπεινώνω]] («τοὺς μὲν ταπεινοῦν
τες, τοὺς δὲ ὀγκοῦν
τες», Πλουτ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκῶ τὸ [[φρόνημα]]» — [[υπερηφανεύομαι]] (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [όγκος (Ι)]
αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ.
β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να χωνέψω)
2. μτφ. αυξάνω την ένταση, ενδυναμώνω, εντείνω, επιτείνω («ογκούται συνεχώς η λαϊκή αγανάκτηση»)
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) ὀγκοῦμαι, -όομαι
μτφ. α) γίνομαι ογκωδέστερος
β) υπερηφανεύομαι
γ) επαίρομαι, καυχώμαι, αλαζονεύομαι
αρχ.
1. υψώνω, ανεγείρωἠρίον ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)
2. μτφ. α) τιμώ, μεγαλύνω
β) ανυψώνω, υπερεπαινώ κάποιον ή κάτι («τὸ δ' Ἄργος ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῦν λέγεις», Ευρ.)
γ) κάνω το ύφος στομφώδες, πομπώδες
δ) εξυψώνω, σε αντιδιαστολή προς το ταπεινώνω («τοὺς μὲν ταπεινοῦν τες, τοὺς δὲ ὀγκοῦν τες», Πλουτ.)
3. φρ. «ὀγκῶ τὸ φρόνημα» — υπερηφανεύομαι (Αριστοφ.).