σύννευσις: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, ΜΑ [[συννεύω]]<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[κλίση]] [[προς]] ένα [[σημείο]], [[σύγκλιση]] («τὸ ἰσοσκελὲς [[τρίγωνο]] οὐ | |mltxt=-εύσεως, ἡ, ΜΑ [[συννεύω]]<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[κλίση]] [[προς]] ένα [[σημείο]], [[σύγκλιση]] («τὸ ἰσοσκελὲς [[τρίγωνο]] οὐ ποιοῦν | ||
πρὸς ἐκεῖνο σύννευσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αμοιβαία [[τάση]] («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[αποδοχή]], [[συμφωνία]] (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ [[θέλημα]] σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.<br />β. «διαλυθέντος τοῦ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ [[πάλιν]] ἐγένετο καὶ [[σύννευσις]] τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />το να καλεί [[κάποιος]] με [[νεύμα]] έναν [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάμψη]], [[λύγισμα]]<br /><b>2.</b> [[λόξωση]], [[πλάγιασμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύννευσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> сближение, схождение (πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> союз (τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας Polyb.). | |elrutext='''σύννευσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> сближение, схождение (πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> союз (τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 27 March 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A convergence, πρός τι Str.4.5.1, Plu.2.428a: abs., Procl.Inst.146: metaph., agreement, union, πρὸς ἀλλήλας Plb. 2.40.5. II bending, Antyll. ap. Orib.6.34.2, Sor.1.85 (prob.), 2.19, Gal.7.624 (pl.); obliquity, Sor.Fract.12. 2 beckoning, so as to invite, Thom.Mag.p.277R.
German (Pape)
[Seite 1027] ἡ, das sich Zusammenneigen, πρός τι, Plut. def. or. 33; übertr., Zusammenhalten, Einigkeit, ἡ τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας, Pol. 2, 40, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύννευσις: ἡ, τὸ συννεύειν, συγκλίνειν, πρὸς τι Στράβ. 199, Πλούτ. 2. 428Α· ― μεταφ., συμφωνία, ἕνωσις, ἑνότης, πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 2. 40, 5. ΙΙ. διὰ νεύματος πρόσκλησις, μνημονεύεται ἐκ Θωμ. τοῦ Μαγίστρ. (277;).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
disposition de choses qui convergent vers une autre.
Étymologie: συννεύω.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, ΜΑ συννεύω
1. αμοιβαία κλίση προς ένα σημείο, σύγκλιση («τὸ ἰσοσκελὲς τρίγωνο οὐ ποιοῦν
πρὸς ἐκεῖνο σύννευσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. αμοιβαία τάση («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)
3. κοινή αποδοχή, συμφωνία (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ θέλημα σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.
β. «διαλυθέντος τοῦ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ πάλιν ἐγένετο καὶ σύννευσις τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας», Πολ.)
μσν.
το να καλεί κάποιος με νεύμα έναν άλλο
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. λόξωση, πλάγιασμα.
Russian (Dvoretsky)
σύννευσις: εως ἡ
1) сближение, схождение (πρός τι Plut.);
2) союз (τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας Polyb.).