χυδαίος: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται [[χωρίς]] [[ευγένεια]], με [[προστυχιά]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]] (α. «[[χυδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[πολλά]] ὁ [[νόμος]] τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.<br />γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]], [[απρεπής]] (α. «χυδαία [[έκφραση]]» β. «χυδαία [[συμπεριφορά]]» γ. | |mltxt=-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται [[χωρίς]] [[ευγένεια]], με [[προστυχιά]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]] (α. «[[χυδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[πολλά]] ὁ [[νόμος]] τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.<br />γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]], [[απρεπής]] (α. «χυδαία [[έκφραση]]» β. «χυδαία [[συμπεριφορά]]» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.<br />δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χυδαία [[γλώσσα]]»<br />(παλαιότερα) ([[κατά]] τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η [[δημοτική]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χυδαῖον</i><br />[[κοινοτοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]] («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, [[κοινός]], [[ευτελής]] (α. «χυδαῖοι στέφανοι», <b>Αθήν.</b><br />β. «[[ξύλον]] τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «τὸν χυδαῖον [[οἶνον]] καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χυδαίως]] ΝΜΑ, και <i>χυδαία</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[χυδαιότητα]], πρόστυχα, απρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει [[σύγχυση]] («[[χυδαίως]] ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:09, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.
γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)
2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.
δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «χυδαία γλώσσα»
(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτική
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῖον
κοινοτοπία
αρχ.
1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)
2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῖοι στέφανοι», Αθήν.
β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», Πλούτ.
γ. «τὸν χυδαῖον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ν
νεοελλ.
με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώς
μσν.-αρχ.
με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυση («χυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην + κατάλ. -αῖος].