συνάπας: Difference between revisions

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάπᾰς''': ᾱσα, ᾰν, ὡς τὸ [[σύμπας]], ἐπιτεταμένον ἀντὶ πᾶς, πᾶσα, πᾶν, [[ἅπας]] [[ὁμοῦ]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], κύκλων ἐόντων τῶν συναπάντων ἑπτὰ Ἡρόδ. 1. 98, 134, 178., 5. 49., 9. 28· αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Πλάτ. Φίληβ. 13Ε, κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ [[μετὰ]] περιληπτικῶν ὀνομάτων, τὸ συνάπαν [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 7. 187· [[μάλιστα]] ἐπὶ χωρῶν, ὁ [[χῶρος]] ὁ σ. ὁ αὐτ. 2. 112· Αἰγύπτῳ τῇ σ. [[αὐτόθι]] 39, πρβλ. 9. 45· [[μουσικὴ]] συνάπασα Πλάτ. Σοφιστ. 224Α.
|lstext='''συνάπᾰς''': ᾱσα, ᾰν, ὡς τὸ [[σύμπας]], ἐπιτεταμένον ἀντὶ πᾶς, πᾶσα, πᾶν, [[ἅπας]] [[ὁμοῦ]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μετὰ τοῦ ἄρθρου ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], κύκλων ἐόντων τῶν συναπάντων ἑπτὰ Ἡρόδ. 1. 98, 134, 178., 5. 49., 9. 28· αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Πλάτ. Φίληβ. 13Ε, κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, τὸ συνάπαν [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 7. 187· [[μάλιστα]] ἐπὶ χωρῶν, ὁ [[χῶρος]] ὁ σ. ὁ αὐτ. 2. 112· Αἰγύπτῳ τῇ σ. [[αὐτόθι]] 39, πρβλ. 9. 45· [[μουσικὴ]] συνάπασα Πλάτ. Σοφιστ. 224Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:25, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάπᾱς Medium diacritics: συνάπας Low diacritics: συνάπας Capitals: ΣΥΝΑΠΑΣ
Transliteration A: synápas Transliteration B: synapas Transliteration C: synapas Beta Code: suna/pas

English (LSJ)

[ᾰπ], ᾱσα, ᾰν, A = σύμπας, strengthd. for πᾶς, πᾶσα, πᾶν, all together, mostly in pl., with or without Art., Hdt.1.98,134,178, 5.49, 9.29; αἱ συνάπασαι ἐπιστῆμαι Pl.Phlb.13e, etc. II in sg., with collective Nouns, τὸ σ. στράτευμα Hdt.7.187; especially of countries, Αἰγύπτῳ τῇ σ. Id.2.39, cf. 9.45; ὁ χῶρος ὁ σ. Id.2.112; μουσικὴ σ. the whole range of . ., Pl.Sph.224a.

German (Pape)

[Seite 1001] συνάπασα, συνάπαν, wie σύμπας, allesammt, alle zusammen, gew. im plur.; Her. 1, 98. 134. 178. 5, 49 u. sonst; αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Plat. Phil. 13 e, u. öfter; der sing. bes. bei Collectivis, τὸ συνάπαν στράτευμα, das gesammte Heer, Her. 7, 187; von Gegenden u. Ländern, 2, 39. 112. 9, 45; μουσικὴν συνάπασαν Plat. Soph. 224 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάπᾰς: ᾱσα, ᾰν, ὡς τὸ σύμπας, ἐπιτεταμένον ἀντὶ πᾶς, πᾶσα, πᾶν, ἅπας ὁμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μετὰ τοῦ ἄρθρου ἢ ἄνευ αὐτοῦ, κύκλων ἐόντων τῶν συναπάντων ἑπτὰ Ἡρόδ. 1. 98, 134, 178., 5. 49., 9. 28· αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Πλάτ. Φίληβ. 13Ε, κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, τὸ συνάπαν στράτευμα Ἡρόδ. 7. 187· μάλιστα ἐπὶ χωρῶν, ὁ χῶρος ὁ σ. ὁ αὐτ. 2. 112· Αἰγύπτῳ τῇ σ. αὐτόθι 39, πρβλ. 9. 45· μουσικὴ συνάπασα Πλάτ. Σοφιστ. 224Α.

French (Bailly abrégé)

άπασα, άπαν;
tout ensemble, tout entier ; d’ord. au pl. συνάπαντες tous ensemble.
Étymologie: σύν, ἅπας.

Greek Monolingual

-ασα, -αν, Α
σύμπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅπας, ἅπασα, ἅπαν].

Greek Monotonic

συνάπᾱς: -ᾱσα, -ᾰν, όπως το σύμπας, επιτετ. αντί πᾶς, πᾶσα, πᾶν, όλος μαζί, ολόκληρος, σύμπας, κατά κανόνα στον πληθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ. με περιληπτικά ουσ., τὸ συνάπαν στράτευμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνάπᾱς: άπασα, άπᾰν (ᾰπ) решительно всякий или весь, преимущ. pl. все вместе, решительно все: ἡ συνάπασα Αἴγυπτος Her. весь Египет в целом; αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Plat. вся совокупность знаний.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάπας -πασα -παν zie σύμπας.

Middle Liddell

like σύμπας [strengthd. for πᾶς, πᾶσα, πᾶν]
all together, mostly in pl., Hdt., etc.:—in sg., with collective Nouns, τὸ συνάπαν στράτευμα Hdt.

English (Woodhouse)

all together

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)