δυσκλεής: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυσκλεᾶς E.<i>Hel</i>.993; [[δυσκλής]] Simm.<i>Securis</i> 6<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [sg. ac. δυσκλέᾰ <i>Il</i>.2.115, 9.22; plu. nom. δυσκλέες Man.3.148, neutr. δυσκλέα Man.2.181]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. o colect. [[desprovisto de gloria]] καί με κελεύει δυσκλέα [[Ἄργος]] ἱκέσθαι y me ordena volver a Argos desprovisto de gloria</i>, <i>Il</i>.ll.cc., δ. τ' ἀπώλετο de Edipo, S.<i>Ant</i>.50, cf. Iambl.<i>Fr</i>.82<br /><b class="num">•</b>[[mal afamado]], [[infame]] οὐκ οὖσ' [[ἄδικος]], εἰμὶ δ. E.<i>Hel</i>.270, γένος θυγατέρων δ. τ' ἀν' Ἑλλάδα E.<i>Or</i>.250, οἱ δυσκλεεῖς op. οἱ εὐκλεεῖς X.<i>Cyr</i>.3.3.53, cf. D.C.41.13.4, νᾶμα κόμιζε δ. Simm.l.c., αἰνόγαμοι καὶ δυσκλέες Man.3.148.<br /><b class="num">2</b> de abstr. y cosas [[deshonroso]], [[que causa deshonra]] τὸ δ' ἔργον ᾔδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ sabía que el acto (e.e. el suicidio) y la enfermedad (e.e. el amor por Hipólito) eran deshonrosos</i> E.<i>Hipp</i>.405, μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως ... ἡμᾶς καταστρέψαι τὰ πράγματα LXX 3<i>Ma</i>.3.23<br /><b class="num">•</b>[[infame]] τεθνᾶσιν ... δυσκλεεστάτῳ πότμῳ A.<i>Pers</i>.444, Ζηνὶ δ. θέα A.<i>Pr</i>.241, ὄνομα δ. E.<i>Hel</i>.66, συνάπτων δυσκλέα λέκτρα Man.2.181.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[deshonrosamente]] δ. θανεῖν S.<i>El</i>.1006, cf. Plu.2.169a, δ. γὰρ οὐ κτενεῖς E.<i>Hel</i>.993 (cód.).
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυσκλεᾶς E.<i>Hel</i>.993; [[δυσκλής]] Simm.<i>Securis</i> 6<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sg. ac. δυσκλέᾰ <i>Il</i>.2.115, 9.22; plu. nom. δυσκλέες Man.3.148, neutr. δυσκλέα Man.2.181]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. o colect. [[desprovisto de gloria]] καί με κελεύει δυσκλέα [[Ἄργος]] ἱκέσθαι y me ordena volver a Argos desprovisto de gloria</i>, <i>Il</i>.ll.cc., δ. τ' ἀπώλετο de Edipo, S.<i>Ant</i>.50, cf. Iambl.<i>Fr</i>.82<br /><b class="num">•</b>[[mal afamado]], [[infame]] οὐκ οὖσ' [[ἄδικος]], εἰμὶ δ. E.<i>Hel</i>.270, γένος θυγατέρων δ. τ' ἀν' Ἑλλάδα E.<i>Or</i>.250, οἱ δυσκλεεῖς op. οἱ εὐκλεεῖς X.<i>Cyr</i>.3.3.53, cf. D.C.41.13.4, νᾶμα κόμιζε δ. Simm.l.c., αἰνόγαμοι καὶ δυσκλέες Man.3.148.<br /><b class="num">2</b> de abstr. y cosas [[deshonroso]], [[que causa deshonra]] τὸ δ' ἔργον ᾔδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ sabía que el acto (e.e. el suicidio) y la enfermedad (e.e. el amor por Hipólito) eran deshonrosos</i> E.<i>Hipp</i>.405, μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως ... ἡμᾶς καταστρέψαι τὰ πράγματα LXX 3<i>Ma</i>.3.23<br /><b class="num">•</b>[[infame]] τεθνᾶσιν ... δυσκλεεστάτῳ πότμῳ A.<i>Pers</i>.444, Ζηνὶ δ. θέα A.<i>Pr</i>.241, ὄνομα δ. E.<i>Hel</i>.66, συνάπτων δυσκλέα λέκτρα Man.2.181.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[deshonrosamente]] δ. θανεῖν S.<i>El</i>.1006, cf. Plu.2.169a, δ. γὰρ οὐ κτενεῖς E.<i>Hel</i>.993 (cód.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:52, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκλεής Medium diacritics: δυσκλεής Low diacritics: δυσκλεής Capitals: ΔΥΣΚΛΕΗΣ
Transliteration A: dyskleḗs Transliteration B: dyskleēs Transliteration C: dyskleis Beta Code: duskleh/s

English (LSJ)

ές, A inglorious, Il.9.22 (poet. acc. δυσκλέᾰ for δυσκλεέα); infamous, shameful, of persons and things, δ. θέα A.Pr.243; δυσκλεεστάτῳ μόρῳ Id.Pers.444; πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ' ἄδικός εἰμι δυσκλεής E.Hel.270. cf.X.Cyr.3.3.53, LXX 3 Ma.3.23 (Sup.). Adv. -εῶς S.El. 1006, E.Hel.993 codd., Plu.2.169a.

German (Pape)

[Seite 682] ές, übel berühmt; Hom. zweimal, Iliad. 2, 115. 9, 22 καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι, ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν, s. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 115 u. Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 115. 10, 281. Vgl ἀκλεής, ἀγακλεής, εὐκλεής. – Folgende: μόρος Aesch. Pers. 444; πατήρ Soph. Ant. 50; ὄνομα Eur. Hel. 66. Auch in Prosa, Xen. Oyr. 3, 3, 53. – Adv., δυσκλεῶς, Tragg. u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκλεής: -ές, ἄδοξος, Ἰλ. Ι. 22 (κατὰ ποιητ. αἰτ. δυσκλέᾰ ἀντὶ δυσκλεέα)·- κακὴν φήμην ἔχων, δύσφημος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θέα Αἰσχύλ. Πρ. 241· δυσκλεεστάτῳ μόρῳ ὁ αὐτ. Πέρσ. 444· πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ’ ἄδικος, εἰμὶ δυσκλεὴς Εὐρ. Ἑλ. 270· ὡσαύτως Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53. - Ἐπίρρ. - εῶς, Σοφ. Ἠλ. 1006, Εὐρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans gloire, déshonoré.
Étymologie: δυσ-, κλέος.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): δυσκλεᾶς E.Hel.993; δυσκλής Simm.Securis 6
• Morfología: [sg. ac. δυσκλέᾰ Il.2.115, 9.22; plu. nom. δυσκλέες Man.3.148, neutr. δυσκλέα Man.2.181]
I 1de pers. o colect. desprovisto de gloria καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι y me ordena volver a Argos desprovisto de gloria, Il.ll.cc., δ. τ' ἀπώλετο de Edipo, S.Ant.50, cf. Iambl.Fr.82
mal afamado, infame οὐκ οὖσ' ἄδικος, εἰμὶ δ. E.Hel.270, γένος θυγατέρων δ. τ' ἀν' Ἑλλάδα E.Or.250, οἱ δυσκλεεῖς op. οἱ εὐκλεεῖς X.Cyr.3.3.53, cf. D.C.41.13.4, νᾶμα κόμιζε δ. Simm.l.c., αἰνόγαμοι καὶ δυσκλέες Man.3.148.
2 de abstr. y cosas deshonroso, que causa deshonra τὸ δ' ἔργον ᾔδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ sabía que el acto (e.e. el suicidio) y la enfermedad (e.e. el amor por Hipólito) eran deshonrosos E.Hipp.405, μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως ... ἡμᾶς καταστρέψαι τὰ πράγματα LXX 3Ma.3.23
infame τεθνᾶσιν ... δυσκλεεστάτῳ πότμῳ A.Pers.444, Ζηνὶ δ. θέα A.Pr.241, ὄνομα δ. E.Hel.66, συνάπτων δυσκλέα λέκτρα Man.2.181.
II adv. -ῶς deshonrosamente δ. θανεῖν S.El.1006, cf. Plu.2.169a, δ. γὰρ οὐ κτενεῖς E.Hel.993 (cód.).

Greek Monolingual

δυσκλεής και δυσκλής, -ές (Α)
1. άδοξος
2. αυτός που έχει κακή φήμη, άτιμος («τεθνᾱσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ», Αισχ.).

Greek Monotonic

δυσκλεής: -ές (κλέος), ποιητ. αιτ. δυσκλέᾰ αντί δυσκλεέα, άσημος, ντροπιασμένος, ατιμασμένος, άδοξος, δυσφημισμένος, κακόφημος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ξεν.· επίρρ. -εῶς, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκλεής: поэт. тж. δυσκλής 2
1) лишенный славы (κελεύειν τινὰ δυσκλέα ἱκέσθαι Hom.);
2) бесславный, позорный (μόρος Aesch.);
3) обесславленный, покрытый позором (sc. Οἰδίπους Soph.; ὄνομα Eur.; sc. ἄνδρες Xen.).

Middle Liddell

δυσ-κλεής, ές κλέος poet. acc. δυσκλέα for δυσκλεέα.]
infamous, shameful, Il., Aesch., Xen. adv. -εῶς, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

ignominious, inglorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)