ἀναπτυχή: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀναπτῠχή) -ῆς, ἡ | |dgtxt=(ἀναπτῠχή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμπτ- sólo en plu.<br /><b class="num">1</b> [[extensión abierta]], [[inmensidad]] ἰὼ ἰώ, λαμπρᾶς αἰθέρος ἀμπτυχαί E.<i>Io</i> 1445, οὐρανοῦ S.<i>Fr</i>.956, ἡλίου ... ἀναπτυχαί disco del sol</i> E.<i>Hipp</i>.601.<br /><b class="num">2</b> [[acción de abrir los ojos]], [[mirada]] ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύθεροι mis miradas se despliegan libremente</i> E.<i>El</i>.868. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:25, 20 July 2021
English (LSJ)
ἡ, A = ἀνάπτυξις, ἰὼ . . αἰθέρος ἀμπτυχαί oh wide expanse of heaven! E.Ion1445; νυκτός τε πηγὰς οὐρανοῦ τ' ἀναπτυχάς S.Fr.956; ἡλίου ἀναπτυχαί the sun's unclouded orb, E.Hipp. 601; ἀ. ἐλεύθεροι (sc. ὀμμάτων) El.868.
German (Pape)
[Seite 204] p. ἀμπτ., ἡ, die Eröffnung, ἡλίου Eur. Hipp. 601, nach Hesych. Aufgang der Sonne, nach Schol. das ausgebreitete Sonnenlicht, ἀκτῖνες. So αἰθέρος Eur. Ion. 1445, der weit geöffnete Raum des Aethers; Soph. οὐρανοῦ ἀναπτυχή frg. 655; aber Eur. El. 863 ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύθεροι, ich kann frei das Auge aufschlagen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτῠχή: ἡ = ἀνάπτυξις, ἰώ… αἰθέρος ἀμπτυχαί, ὦ ἀχανεῖς ἐκτάσεις τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἴων 1445· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 655, νυκτός τε πηγὰς οὐρανοῦ τ’ ἀναπτυχὰς σημαίνει τὰς πηγὰς τῆς νυκτὸς καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. τὴν δύσιν καὶ τὴν ἀνατολήν· ἡλίου ἀναπτυχαί, τοῦ ἡλίου ὁ ἀνέφελος κύκλος, Εὐρ. Ἱππ. 601: ἐν Ἠλέκτρ. 868 ἀμπνοαὶ εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή. ― Πρβλ. πτυχή, περιπτυχή.
French (Bailly abrégé)
poét. ἀμπτυχή;
ῆς (ἡ) :
déploiement, expansion ; action de promener ses regards librement ; ἀναπτυχαὶ (ἡλίου) EUR l’œil ouvert du soleil.
Étymologie: ἀναπτύσσω.
Spanish (DGE)
(ἀναπτῠχή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπτ- sólo en plu.
1 extensión abierta, inmensidad ἰὼ ἰώ, λαμπρᾶς αἰθέρος ἀμπτυχαί E.Io 1445, οὐρανοῦ S.Fr.956, ἡλίου ... ἀναπτυχαί disco del sol E.Hipp.601.
2 acción de abrir los ojos, mirada ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύθεροι mis miradas se despliegan libremente E.El.868.
Greek Monolingual
ἀναπτυχή, η (Α) (και ποιητ. αμπτυχή)
η ανάπτυξη.
Greek Monotonic
ἀναπτῠχή: ποιητ. ἀμπτῠχή, ἡ, αἰθέρος ἀμπτυχαί, οι αχανείς εκτάσεις του ουρανού, σε Ευρ.· ἡλίου ἀναπτυχαί, η έκταση του ήλιου, στον ίδ.
Middle Liddell
αἰθέρος ἀμπτυχαί, the expanse of heaven, Eur.; ἡλίου ἀναπτυχαί the sun's expanse, Eur.