ἀπραξία: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀπραξεία Phld.<i>Mus</i>.4.37.36, v. tb. [[ἀπρακτία]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inactividad]], [[inacción]] τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ el retraso es igual al no hacer nada</i> E.<i>Or</i>.426, οὐδεμίαν ... πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.<i>Sph</i>.262c, [[ἀπραξία]] γὰρ λιτὸν οὐ τρέφει βίον Men.<i>Fr</i>.525, σο[φι] στικὰς ἀπραξί[α] ς Phld.<i>Rh</i>.2.71Aur., ἀνάπαυλαν δὲ οὐ τὴν ἀπραξίαν Ph.1.155, ([[Ἀχιλλεύς]]) οὐδ' ... πενθεῖ τὸν φίλον ἀπραξίᾳ (Aquiles) no llora al amigo sin hacer nada</i> Plu.2.33a, οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας Plu.2.135b, εἰς ἀπραξίαν ἡμᾶς περιστήσειν <i>PTeb</i>.24.33 (II a.C.), τὸ μετ' ἀπραξίας ἡσυχάζειν D.C.38.37.4, πενίαν ὲξ ἀπραξίας ἑλόμενος Synes.<i>Ep</i>.52, πράγματα ἕξω ἐξ ἀπραξίας Vlp. en Ath.49a.<br /><b class="num">2</b> plu. [[suspensión de toda actividad pública]] lat. <i>iustitium</i> ἀπραξίας δὲ διὰ ταῦτα τῶν ὑπάτων ψηφισαμένων Plu.<i>Sull</i>.8, τὰς ἀπραξίας λῦσαι Plu.<i>Sull</i>.8, cf. <i>Mar</i>.35.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[fracaso]] κοινὴ ἀ. Aeschin.1.188.<br /><b class="num">2</b> [[nadería]], [[fruslería]] τὴν ... ἀπρα[ξε] ίαν τοῦ [μ] ε[ι] ρακιωδῶς [ἄιδ] οντος Phld.<i>Mus</i>.4.37.36. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
ἡ, A non-action, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω intending to act is the same as not-acting, E.Or.426; οὐδεμίαν . . πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c. 2 rest from business, leisure, Men.633: in pl., = Lat. justitium, Plu.Sull.8. II want of success, κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188. 2 in pl., futilities, Phld.Rh.1.38S.
German (Pape)
[Seite 338] ἡ, Unthätigkeit, Ggstz πρᾶξις Plat. Soph. 262 c; Thatlosigkeit, Aesch. 1, 188; Gerichtsferien, Plut. Sull. 8; Müßiggang, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπραξία: ἡ, τὸ μὴ πράττειν, μὴ ἐνεργεῖν, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ, τὸ μέλλειν τι πρᾶξαι ἴσον τῷ μὴ πράττειν, Εὐρ. Ὀρ. 426· οὐδεμίαν… πρᾶξιν οὐδ’ ἀπραξίαν Πλάτ. Σοφ. 262C. 2) ἀνάπαυσις ἀπὸ τῆς ἐργασίας, ἀργία, ἀνάπαυσις, Μένανδ. ἐν Ἀδήλοις 93: κατὰ πληθ., ἡμέραι ἀργίας, διακοπαὶ τῶν δικαστηρίων, Πλουτ. Σύλλ. 8. ΙΙ. ἔλλειψις ἐπιτυχίας, Αἰσχίν. 26. 38· τὸ μὴ μετέχειν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Συνεσ. Ἐπιστ. 50 ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
repos, loisir ; αἱ ἀπραξίαι vacances des tribunaux.
Étymologie: ἄπρακτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπραξεία Phld.Mus.4.37.36, v. tb. ἀπρακτία
I 1inactividad, inacción τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ el retraso es igual al no hacer nada E.Or.426, οὐδεμίαν ... πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c, ἀπραξία γὰρ λιτὸν οὐ τρέφει βίον Men.Fr.525, σο[φι] στικὰς ἀπραξί[α] ς Phld.Rh.2.71Aur., ἀνάπαυλαν δὲ οὐ τὴν ἀπραξίαν Ph.1.155, (Ἀχιλλεύς) οὐδ' ... πενθεῖ τὸν φίλον ἀπραξίᾳ (Aquiles) no llora al amigo sin hacer nada Plu.2.33a, οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας Plu.2.135b, εἰς ἀπραξίαν ἡμᾶς περιστήσειν PTeb.24.33 (II a.C.), τὸ μετ' ἀπραξίας ἡσυχάζειν D.C.38.37.4, πενίαν ὲξ ἀπραξίας ἑλόμενος Synes.Ep.52, πράγματα ἕξω ἐξ ἀπραξίας Vlp. en Ath.49a.
2 plu. suspensión de toda actividad pública lat. iustitium ἀπραξίας δὲ διὰ ταῦτα τῶν ὑπάτων ψηφισαμένων Plu.Sull.8, τὰς ἀπραξίας λῦσαι Plu.Sull.8, cf. Mar.35.
II 1fracaso κοινὴ ἀ. Aeschin.1.188.
2 nadería, fruslería τὴν ... ἀπρα[ξε] ίαν τοῦ [μ] ε[ι] ρακιωδῶς [ἄιδ] οντος Phld.Mus.4.37.36.
Greek Monolingual
η (AM ἀπραξία)
1. έλλειψη δράσης, αδράνεια
2. έλλειψη εμπειρίας, αδεξιότητα, ανικανότητα
αρχ.-μσν.
αποτυχία, αστοχία
αρχ.
(για δικαστήρια) διακοπές.
Greek Monotonic
ἀπραξία: ἡ,
I. 1. αποχή από οποιαδήποτε πράξη, αδράνεια, σε Ευρ., Πλάτ.
2. ανάπαυλα από την εργασία, αργία, ανάπαυση· στον πληθ., διακοπές, ημέρες που δεν είναι εργάσιμες, σε Πλούτ.
II. έλλειψη επιτυχίας, αποτυχία, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπραξία: ἡ
1) бездеятельность, бездействие Eur., Plat., Plut.;
2) незанятость, отдых, досуг Men., Plut.;
3) pl. неприсутственные дни, т. е. свободные от судебных заседаний Plut.;
4) неуспех, неудача Aeschin.
Middle Liddell
ἄπρακτος
I. a not acting, inaction, Eur., Plat.
2. rest from business, in pl. holidays, Plut.
II. want of success, Aeschin.