εὐάγγελος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐάγγελος]], -ον)<br />αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου [[πυρός]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίθ. του Ερμή<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην [[εκκλησία]] («[[εὐάγγελος]] ἀνὴρ [[βιβλίον]] ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άγγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[αγγέλλω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>εξ</i>-[[άγγελος]], <i>κακ</i>-[[άγγελος]], <i>προ</i>-[[άγγελος]]].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐάγγελος]], -ον)<br />αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου [[πυρός]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίθ. του Ερμή<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην [[εκκλησία]] («[[εὐάγγελος]] ἀνὴρ [[βιβλίον]] ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άγγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[αγγέλλω]], [[πρβλ]]. <i>εξ</i>-[[άγγελος]], <i>κακ</i>-[[άγγελος]], <i>προ</i>-[[άγγελος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγγελος Medium diacritics: εὐάγγελος Low diacritics: ευάγγελος Capitals: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: euángelos Transliteration B: euangelos Transliteration C: evaggelos Beta Code: eu)a/ggelos

English (LSJ)

ον, (ἀγγέλλω) A bringing good news, πῦρ A.Ag.21; ἐλπίδες ib. 262, etc.; σωτηρίων πραγμάτων εὐ. ib.646; Φήμῃ εὐ. IG14.1120; ῥινός Opp.H.5.237; title of Hermes, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1054] gute Botschaft bringend, Fröhliches verkündigend, Aesch. Ag. oft, z. B. πῦρ, ἐλπίδες, 21. 253; φήμη, Eur. Phoen. 1223; δόξα, Med. 1010; sp. D., wie Opp. H. 5, 237.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγγελος: -ον, (ἀγγέλλω) φέρων καλὰς ἀγγελίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἐλπίδες αὐτόθι 262, κτλ.· σωτηρίων πραγμάτων εὐαγγ. αὐτόθι 646 φήμη εὐ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5973b. II. Καθ’ Ἡσύχ. «Εὐάγγελος· ὁ Ἑρμῆς».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte une bonne nouvelle, qui marque un événement heureux.
Étymologie: εὖ, ἄγγελος.

Spanish

mensajero de buenas noticias

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ εὐάγγελος, -ον)
αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου πυρός», Αισχύλ.
β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)
αρχ.
1. επίθ. του Ερμή
2. εκκλ. αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην εκκλησίαεὐάγγελος ἀνὴρ βιβλίον ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγγελος < αγγέλλω, πρβλ. εξ-άγγελος, κακ-άγγελος, προ-άγγελος].

Greek Monotonic

εὐάγγελος: -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐάγγελος: приносящий благую весть (πῦρ Aesch.; φήμη Eur.): εὐ. ἐλπίς Aesch. и δόξα εὐ. Eur. радостная надежда.

Middle Liddell

εὐ-άγγελος, ον
bringing good news, Aesch.

English (Woodhouse)

announcing good tidings, bringing good news, bringing good tidings

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)