κερδαλεόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερδαλεόφρων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με [[κάθε]] τρόπο το [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[πολυμήχανος]] («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κερδαλέος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολβιό</i>-<i>φρων</i>, <i>πιστό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[κερδαλεόφρων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με [[κάθε]] τρόπο το [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[πολυμήχανος]] («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κερδαλέος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]]), [[πρβλ]]. <i>ολβιό</i>-<i>φρων</i>, <i>πιστό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδᾰλεόφρων Medium diacritics: κερδαλεόφρων Low diacritics: κερδαλεόφρων Capitals: ΚΕΡΔΑΛΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kerdaleóphrōn Transliteration B: kerdaleophrōn Transliteration C: kerdaleofron Beta Code: kerdaleo/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A greedy of gain, Il.1.149, 4.339; crafty, Opp.C.2.29.

German (Pape)

[Seite 1423] ονος, schlaues, listiges Sinnes, der aus Allem Vortheil zu ziehen weiß; Il. 1, 149. 4, 339; Opp. Cyn. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κερδᾰλεόφρων: -ον, πανοῦργος, πανούργως διανοούμενος, Ἰλ. Α. 149., Δ. 339, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit rusé, astucieux.
Étymologie: κερδαλέος, φρήν.

English (Autenrieth)

with mind bent on gain, greedy-minded, Il. 1.149; craftyminded, Il. 4.339.

Greek Monolingual

κερδαλεόφρων, -ον (Α)
1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος
2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + -φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό-φρων, πιστό-φρων].

Greek Monotonic

κερδᾰλεόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει πανούργο μυαλό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κερδᾰλεόφρων: 2, gen. ονος корыстолюбивый, алчный (Ἀγαμέμνων, Ὀδυσσεύς Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερδαλεόφρων -ον [κερδαλέος, φρήν] op voordeel gericht, slim.

Middle Liddell

φρήν
crafty-minded, Il.