κρεατοκόπτης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρεοκόπτης]], ο<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή μικρό [[τσεκούρι]] για το [[κόψιμο]] κρέατος<br /><b>2.</b> ειδικό [[μηχάνημα]] που χρησιμεύει για την [[πολτοποίηση]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[κόπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νυχο</i>-[[κόπτης]], <i>χαρτο</i>-[[κόπτης]]].
|mltxt=και [[κρεοκόπτης]], ο<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή μικρό [[τσεκούρι]] για το [[κόψιμο]] κρέατος<br /><b>2.</b> ειδικό [[μηχάνημα]] που χρησιμεύει για την [[πολτοποίηση]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[κόπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. <i>νυχο</i>-[[κόπτης]], <i>χαρτο</i>-[[κόπτης]]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κρεοκόπτης, ο
1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος
2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο-κόπτης, χαρτο-κόπτης].