λάσθη: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "<b class='b2'>([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>].
|mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. ([[πρβλ]]. <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάσθη Medium diacritics: λάσθη Low diacritics: λάσθη Capitals: ΛΑΣΘΗ
Transliteration A: lásthē Transliteration B: lasthē Transliteration C: lasthi Beta Code: la/sqh

English (LSJ)

ἡ,

A mockery, insult, = Att. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Hdt.6.67, cf. AP7.345.

German (Pape)

[Seite 17] ἡ, Lästerung, Schmähung, Spott, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ εἰρώτα τὸν Δημάρητον Her. 6, 67; χλεύην τε ποιεῦ καὶ γέλωτα καὶ λάσθην Aeschrio ep. (VII, 345); Schande, Aeschrio bei Ath. VIII, 335 e.

Greek (Liddell-Scott)

λάσθη: ἡ, περίγελως, ὡς τὸ Ἀττ. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Ἡρόδ. 6. 67, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 345· - λασθαίνω, περιπαίζω, περιγελῶ, κακολογῶ, Ἡσύχ. (ἴδε λάω Β).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
injure, outrage, mépris.
Étymologie: DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.

Greek Monolingual

λάσθη, ἡ (Α)
χλευασμός, κοροϊδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει επίθημα -θη, που, όπως και το επίθημα -θος, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θος, σπύρα-θος].

Greek Monotonic

λάσθη: ἡ, χλεύη, ειρωνεία, εμπαιγμός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λάσθη: ἡ глумление (ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Her.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: insult, mockery (Hdt. 6, 67, AP 7, 345, H.).
Derivatives: Cf. the glosses of Hesychius : λάσθω and λασάσθω χλευαζέτω; λάσθαι παίζειν, ὀλιγωρεῖν, λοιδορεῖν; λάσθων κακολογῶν; λάσθον αἰσχρόν; λάσθας συμφοράς. λασθαίνειν κακολογεῖν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etymologie. Often as λάσ-θη connected with Lat. las-cīvus wanton, luxuriant, lascivious, Skt. lā-las-a- greedy (Bq s. λιλαίομαι, WP. 2, 386, Pok. 654, W.-Hofmann s.v.); semantically not very adequate. Diff. Fick, 1, 532: from *λαξστα to Germ., e. g. OHG lastar scorn, revilement (OHG lahan etc. revile); phonetically impossible; Schulze KZ 28, 270 n. 1 (Kl. Schr. 438 n. 1): λά-σθη to Goth. laí-lo reviled; Pisani Ist. Lomb. 73, 528ff.: from *λαθ-τα to λαθεῖν; in spite of λάσθη ... λήθη H. semantically doubtful. So no etym.; Pre-Greek?

Middle Liddell

λάσθη, ἡ,
mockery, insult, Hdt.

Frisk Etymology German

λάσθη: {lásthē}
Grammar: f.
Meaning: Lästerung, Spott (Hdt. 6, 67, AP 7, 345, H.)
Derivative: mit λασθαίνειν· κακολογεῖν H. Dazu noch mehrere Hesychglossen : λάσθω und λασάσθω· χλευαζέτω, λάσθαι· παίζειν, ὀλιγωρεῖν, λοιδορεῖν, λάσθων· κακολογῶν, λάσθον· αἰσχρόν, λάσθας· συμφοράς.
Etymology : Morphologisch mehrdeutig und ohne sichere Etymologie. Gewöhnliche als λάσθη mit lat. las-cīvus üppig, ausgelassen, aind. -las-a- begierig usw. verbunden (Bq s. λιλαίομαι, WP. 2, 386, Pok. 654, W.-Hofmann s.v.); semantisch wenig zutreffend. Anders Fick, 1, 532: aus *λαξστα zu germ., z. B. ahd. lastar Schmähung, Tadel (ahd. lahan usw. schmähen); lautlich unmöglich; Schulze KZ 28, 270 A. 1 (Kl. Schr. 438 A. 1): λάσθη zu got. laí-lo schmähte; Pisani Ist. Lomb. 73, 528ff. : aus *λαθτα zu λαθεῖν; trotz λάσθη· ... λήθη H. semantisch zweifelhaft.
Page 2,87-88