λέχριος: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λέχριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]], [[λοξός]] («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανάποδος]], [[στραβός]] («[[πάντα]] γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>λέχ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λεκ</i>-<i>σ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> ( | |mltxt=[[λέχριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]], [[λοξός]] («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανάποδος]], [[στραβός]] («[[πάντα]] γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>λέχ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λεκ</i>-<i>σ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. <i>λάχ</i>-<i>νη</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λακ</i>-<i>σνᾱ</i>) συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>λέκρος</i> και [[λικροί]]<br /><i>οι όζοι τών ελαφείων κεράτων</i>, πιθ. με [[λίγξ]] [[πλάγιος]]<br />[[καμπτήρ]]<br /><i>πλάγιον</i><br /><i>ή σχιστήρια</i> (<b>Ησύχ.</b>) και με το [[λοξός]]. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>e</i>)<i>leq</i>- «[[κάμπτω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:15, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Call.Del.236: (v. λικριφίς):—A slanting, crosswise, with a Verb, λ. ὀκλάσας S.OC195 (lyr.); λ. ἐκπεσεῖν, χωρεῖν, E.Hec.1026 (lyr.), Med.1168; τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας X.Cyn.4.3: metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, S.Ant.1345 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 36] eigtl. hingelehnt, in die Quere, schräg, von der Seite, wie Soph. O. C. 196 sagt λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λᾶος βραχὺς ὀκλάσας, auf den Stein zur Seite setze dich; übertr., πάντα γὰρ λέχρια τἂν χεροῖν, Ant. 1325, wo der Schol. πλάγια καὶ πεπτωκότα erkl., Alles liegt darnieder; λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα, Eur. Med. 1168, vgl. Hec. 1025; sp. D., τυτθὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει Callim. Del. 236; διαδὺς λέχριος ἐν θαλάμῳ Agath. 8 (V, 294); einzeln auch in Prosa, τιθεῖσαι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Xen. Cyn. 4, 3; Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
couché de côté, oblique, incliné.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.
Greek Monolingual
λέχριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.)
2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ-ρ-ιος < λεκ-σ-ρ-ιος (πρβλ. λάχ-νη < λακ-σνᾱ) συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. λέκρος και λικροί
οι όζοι τών ελαφείων κεράτων, πιθ. με λίγξ πλάγιος
καμπτήρ
πλάγιον
ή σχιστήρια (Ησύχ.) και με το λοξός. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα (e)leq- «κάμπτω»].
Greek Monotonic
λέχριος: -α, -ον, πλάγιος, εγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., πάντα γὰρ λέχρια τἀν χεροῖν, όλα τα χειρωνακτικά έργα είναι «ανάποδα», «στραβά», σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λέχριος: наклонный, косой: λ. ὀκλάσας Soph. склонившись набок, т. е. сбоку; λ. πεσών Eur. упав(ший) боком; πάντα λέχρια τἀν χεροῖν Soph. все валится из рук.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: slanting, crosswise (S., E., X.), adv. λέχρις id. (Antim., A. R.; after ἄχρις, μέχρις , Schwyzer 620); also λικριφίς cross-wise, sideways (λ. ἀΐξας Ξ 463, τ451), in spite of λεκροί, λικροί (s.below) from *λεχρι-φίς with breathdissimilation and vowelassimilation (Schwyzer 256 with Brugmann IF 27, 265; acc. to 351 vowelweakening; for vowelassimilation also Petersen Lang. 14, 56); on the oxytonesis Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 26f. (= Kl. Schr. 2, 1128f.); details in Bechtel Lex. s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The basis of λέχριος may have been a ρ(ο)-stem *λεχρ(ο)- of unknown meaning; adducing λεκροί beside λικροί οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, with further λί(γ)ξ πλάγιος H., and of λοξός slanting requires an orig. *λεκ-σ-ρ- (cf. Schwyzer 327); further s. λοξός. Cf. also on λεκάνη, λέκος. The forms λεκροί \/ λικροί and also λι(γ)ξ seem to point to Pre-Greek forms, to which we should add λικριφίς. Assuming IE forms with and without -σ- side by side is much more difficult than assumeing κ\/χ (and ε\/ι and prenasalisation) for Pre-Greek.
Middle Liddell
λέχριος, η, ον
slanting, slantwise, crosswise, Lat. obliquus, Soph., Eur.:—metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, Soph. [from λέχρῐς]
Frisk Etymology German
λέχριος: {lékhrios}
Meaning: schräg, quer, schief (S., E., X. usw.),
Derivative: Adv. λέχρις ib. (Antim., A. R.; nach ἄχρις, μέχρις u. a., Schwyzer 620); auch λικριφίς quer, seitwärts, mit einem Seitensprung (λ. ἀΐξας Ξ 463, τ 451), wohl trotz λεκροί, λικροί (s.u.) aus *λεχριφίς mit Hauchdissimilation und Vokalassimilation (Schwyzer 256 mit Brugmann IF 27, 265; nach 351 Vokalschwächung; für Vokalassimilation auch Petersen Lang. 14, 56); zur Oxytonierung Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 26f. (= Kl. Schr. 2, 1128f.); Einzelheiten bei Bechtel Lex. s.v.
Etymology : Als nächste Grundlage von λέχριος dient ein ρ(ο) -Stamm *λεχρ(ο)- unbekannter Bedeutung; die Heranziehung von λεκροί und λικροί· οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, wozu noch λί(γ)ξ πλάγιος H., und von λοξός schräg erheischt ein urspr. *λεκσ-ρ- (vgl. Schwyzer 327); weiteres s. λοξός, wo auch Lit. Vgl. noch zu λεκάνη, λέκος.
Page 2,112