λιμνήτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμνήτης]], ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... [[βδέλλα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμνῆτις</i> ή <i>Λιμνᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυμν</i>-<i>ήτης</i>, <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)].
|mltxt=[[λιμνήτης]], ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... [[βδέλλα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμνῆτις</i> ή <i>Λιμνᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. <i>γυμν</i>-<i>ήτης</i>, <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνήτης Medium diacritics: λιμνήτης Low diacritics: λιμνήτης Capitals: ΛΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: limnḗtēs Transliteration B: limnētēs Transliteration C: limnitis Beta Code: limnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. λιμνῆτις, Dor. λιμνᾶτις, ιδος, A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56. II epithet of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος ΙΙ), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμν-ήτης, σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epithet of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.