ἑτερορρεπής: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "<b class="b2">Acut.(Sp</b>" to "Acut.(Sp") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτερορρεπής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[εξίσου]] [[προς]] το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], ο [[αμερόληπτος]], ο [[δίκαιος]] («[[Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την [[κρίση]] της νόσου<br /><b>3.</b> [[μονομερής]], [[μεροληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερορρεπῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτερορρεπής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[εξίσου]] [[προς]] το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], ο [[αμερόληπτος]], ο [[δίκαιος]] («[[Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την [[κρίση]] της νόσου<br /><b>3.</b> [[μονομερής]], [[μεροληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερορρεπῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>ρρεπής</i>, <i>επι</i>-<i>ρρεπής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑτερορρεπής:''' склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий ([[Ζεύς]] Aesch.). | |elrutext='''ἑτερορρεπής:''' склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий ([[Ζεύς]] Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, Act., A making now one side and now another preponderate, Ζεύς A. Supp.403 (lyr.). II inclining to one side or the other, of patients in the crisis of a disease, Hp.Acut.(Sp.) 21. 2 one-sided, ἑ. ζήτημα where the weight of evidence preponderates, Hermog.Stat. 1. III Adv. -πῶς v.l. in Poll.8.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερορρεπής: -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀμερόληπτος, δίκαιος, Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = ἑτερόρροπος, ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· οὕτως ἑτ. ζήτημα Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Πολυδ. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait pencher la balance tantôt d’un côté, tantôt de l’autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, -ές)
αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής
αρχ.
1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ' ἐννόμοις», Αισχύλ.)
2. (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την κρίση της νόσου
3. μονομερής, μεροληπτικός.
επίρρ...
ἑτερορρεπῶς (ΑΜ)
με κλίση προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ρεπής (< ρέπω), πρβλ. α-ρρεπής, επι-ρρεπής].
Russian (Dvoretsky)
ἑτερορρεπής: склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий (Ζεύς Aesch.).