ἁρμή: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άλμη]], η<br />[[διάλυμα]] νερού με [[αλάτι]], η [[σαλαμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[άλμη]], με φωνητική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- προ συμφώνου στο αντίστοιχο [[υγρό]] -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ελπίδα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερπίδα</i>, <i>αλμέγω</i> > [[αρμέγω]], [[αδελφός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αδερφός</i>)].
|mltxt=και [[άλμη]], η<br />[[διάλυμα]] νερού με [[αλάτι]], η [[σαλαμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[άλμη]], με φωνητική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- προ συμφώνου στο αντίστοιχο [[υγρό]] -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. [[ελπίδα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερπίδα</i>, <i>αλμέγω</i> > [[αρμέγω]], [[αδελφός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αδερφός</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρμή]] και ἅρμη, η (Α)<br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[ένωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρμα]] Ι)<br /><b>2.</b> η [[ραφή]] τραύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη ρ. <i>ar</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αραρίσκω]]). Η [[δασύτητα]] της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. [[άρμα]]].
|mltxt=[[ἁρμή]] και ἅρμη, η (Α)<br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[ένωση]] ([[πρβλ]]. [[άρμα]] Ι)<br /><b>2.</b> η [[ραφή]] τραύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη ρ. <i>ar</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]] ([[πρβλ]]. [[αραρίσκω]]). Η [[δασύτητα]] της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. [[άρμα]]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμή Medium diacritics: ἁρμή Low diacritics: αρμή Capitals: ΑΡΜΗ
Transliteration A: harmḗ Transliteration B: harmē Transliteration C: armi Beta Code: a(rmh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀραρίσκω) A junction, Chrysipp.Stoic.2.154 (prob. for ὁρμήν); fitting together, of shields, Q.S.11.361; suture of a wound, Hp. ap.Erot.; of the skull-bones, Id. ap. Gal.19.86.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, Vereinigung, Qu. Sm. 11, 361; VLL.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
union, Q.Sm. 11.361.
Étymologie: R. Σαρ d’où Ἁρ, lier, unir ; cf. εἵρω ; v. ἁρμός.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.
1 unión τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήν Chrysipp.Stoic.2.154.
2 medic. sutura, cicatriz ἄρμη· πᾶσα σύνοδος τραυμάτων Hp. en Erot.l.c., cf. Hsch., ἅρμης· τῆς ἐν τῇ κεφαλῇ ῥαφῆς Gal.l.c.
3 choque de escudos, Q.S.11.361 (var.).

Greek Monolingual

και άλμη, η
διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό -ρ- (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)].

Greek Monolingual

ἁρμή και ἅρμη, η (Α)
1. προσαρμογή, ένωση (πρβλ. άρμα Ι)
2. η ραφή τραύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρ. ar- «συνάπτω, συναρμόζω (πρβλ. αραρίσκω). Η δασύτητα της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. άρμα].