ζωηρός: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>, <i>σιωπ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]], [[σιωπηρός]])].
}}
}}

Revision as of 17:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωηρός Medium diacritics: ζωηρός Low diacritics: ζωηρός Capitals: ΖΩΗΡΟΣ
Transliteration A: zōērós Transliteration B: zōēros Transliteration C: zoiros Beta Code: zwhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ζωή) A living and giving life, Suid.

German (Pape)

[Seite 1142] lebendig, belebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ζωηρός: -ά, -όν, (ζωὴ) ζῶν καὶ παρέχων ζωήν, Σουΐδ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος
3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος
4. μτφ. έντονος, σφοδρός, ορμητικός, ενθουσιώδης («ζωηρή συζήτηση»)
(μσν.- αρχ.)
1. αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή
2. το ουδ. ως ουσ. το ζωηρόν
η βιοτική αρχή, ο κανόνας του βίου.
επίρρ...
ζωηρά και ζωηρώς
1. κατά τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό
2. κατά τρόπο εκφραστικό
3. γοργά, ευκίνητα
4. σφριγηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός, σιωπηρός)].