ζωηρός: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]], [[σιωπηρός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ά, όν, (ζωή) A living and giving life, Suid.
German (Pape)
[Seite 1142] lebendig, belebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ζωηρός: -ά, -όν, (ζωὴ) ζῶν καὶ παρέχων ζωήν, Σουΐδ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ζωηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος
3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος
4. μτφ. έντονος, σφοδρός, ορμητικός, ενθουσιώδης («ζωηρή συζήτηση»)
(μσν.- αρχ.)
1. αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή
2. το ουδ. ως ουσ. το ζωηρόν
η βιοτική αρχή, ο κανόνας του βίου.
επίρρ...
ζωηρά και ζωηρώς
1. κατά τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό
2. κατά τρόπο εκφραστικό
3. γοργά, ευκίνητα
4. σφριγηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός, σιωπηρός)].