θηλυγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηλυγενής]], -ές (Α)<br />αυτός που απαρτίζεται από γυναίκες (α. «[[θηλυγενής]] [[στόλος]]», <b>Αισχύλ.</b> β. «[[θηλυγενής]] όχλος», Εύρ.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηλυγενῶς</i> (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο θηλυγενή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θήλυ]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>ευ</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[θηλυγενής]], -ές (Α)<br />αυτός που απαρτίζεται από γυναίκες (α. «[[θηλυγενής]] [[στόλος]]», <b>Αισχύλ.</b> β. «[[θηλυγενής]] όχλος», Εύρ.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηλυγενῶς</i> (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο θηλυγενή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θήλυ]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[αγενής]], [[ευγενής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλῠγενής Medium diacritics: θηλυγενής Low diacritics: θηλυγενής Capitals: ΘΗΛΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: thēlygenḗs Transliteration B: thēlygenēs Transliteration C: thilygenis Beta Code: qhlugenh/s

English (LSJ)

ές, A of female sex, womanish, στόλος A.Supp.28, cf. E. Ba.1156; ὄχλος ib.117: Comp., Pl.Lg.802e. Adv. -νῶς Eust.10.27.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, weibliches Geschlechts, weiblich; στόλος, Weiberschaar, Aesch. Suppl. 28, wie ὄχλος Eur. Bacch. 117; auch Plat. Legg. VII, 802 e.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυγενής: -ές, θῆλυς τὸ γένος, ἐκ θηλέων συνιστάμενος, γυναικεῖος, θηλυγενῆ στόλον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 29· ὄχλος Εὐρ. Βάκχ. 117· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 802E. ― Ἐπίρρ. θηλυγενῶς, Εὐστ. 10. 27.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de femme, féminin.
Étymologie: θῆλυς, γίγνομαι.

Greek Monolingual

θηλυγενής, -ές (Α)
αυτός που απαρτίζεται από γυναίκες (α. «θηλυγενής στόλος», Αισχύλ. β. «θηλυγενής όχλος», Εύρ.)
επίρρ...
θηλυγενῶς (Μ)
επίρρ. κατά τρόπο θηλυγενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήλυ- + -γενής (< γένος< γίγνομαι), πρβλ. αγενής, ευγενής].

Greek Monotonic

θηλυγενής: -ές (γίγνομαι), θηλυκός στο γένος, γυναικείος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θηλῠγενής:
1) женский, женственный (τὸ πρὸς τὸ κόσμιον μᾶλλον ἀποκλῖνον θηλυγενέστερόν, sc. ἐστιν Plat.);
2) состоящий из женщин (στόλος Aesch.; ὄχλος Eur.).

Middle Liddell

θηλυ-γενής, ές γίγνομαι
of female sex, womanish, Eur.