κανόνιον: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανόνιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[διάγραμμα]] για τον καθορισμό του [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για [[μέτρηση]] γραμμών ή επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] ή όργανο για [[μέτρηση]] τόξων<br /><b>3.</b> καθένα από τα [[ορθά]] ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου<br /><b>4.</b> μαθηματικό [[διάγραμμα]]<br /><b>5.</b> (ως υποκορ. του [[κανών]]) όργανο που είχε μια [[χορδή]] και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, <i>μαχαίρ</i>-<i>ιον</i>].
|mltxt=[[κανόνιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[διάγραμμα]] για τον καθορισμό του [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για [[μέτρηση]] γραμμών ή επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] ή όργανο για [[μέτρηση]] τόξων<br /><b>3.</b> καθένα από τα [[ορθά]] ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου<br /><b>4.</b> μαθηματικό [[διάγραμμα]]<br /><b>5.</b> (ως υποκορ. του [[κανών]]) όργανο που είχε μια [[χορδή]] και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[λόγιον]], [[μαχαίριον]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰνόνιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> маленькое правило, известного рода или в некотором смысле критерий Luc.;<br /><b class="num">2)</b> измерительный прибор, линейка, мера Sext.
|elrutext='''κᾰνόνιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> маленькое правило, известного рода или в некотором смысле критерий Luc.;<br /><b class="num">2)</b> измерительный прибор, линейка, мера Sext.
}}
}}

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνόνιον Medium diacritics: κανόνιον Low diacritics: κανόνιον Capitals: ΚΑΝΟΝΙΟΝ
Transliteration A: kanónion Transliteration B: kanonion Transliteration C: kanonion Beta Code: kano/nion

English (LSJ)

τό, A small bar or rod, Ph.Bel.74.11, HeroSpir.1.5, al., Apollod.Poliorc.182.6, Hero Bel.77.1. II compass, S.E.M. 10.149, 153. III = σταμίς, Poll.1.92. IV tabulation, table, Ptol.Harm.2.15, Gaud.Harm.22, Vett.Val.321sq. V correct list, PLond.2.259.126(i A. D.). VI Dim. of κανών 1.10, Ptol.Harm.1.15(pl.), 2.13.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, dim. von κανών, Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνόνιον: το, ὑποκοριστ. τοῦ κανών, Ἥρων ἐν Μath. Vett. 251. II. = τῷ ἑπομ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 149, 153. ΙΙΙ. = σταμίς, Πολύδ. Α΄, 92. ΙV. διάγραμμα πρὸς εὕρεσιν τοῦ Πάσχα κλ., Μάξιμ. Ὁμολ. 1217C κἑξ.

Greek Monolingual

κανόνιον, τὸ (AM)
μσν.
διάγραμμα για τον καθορισμό του Πάσχα
αρχ.
1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών
2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων
3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου
4. μαθηματικό διάγραμμα
5. (ως υποκορ. του κανών) όργανο που είχε μια χορδή και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγιον, μαχαίριον].

Russian (Dvoretsky)

κᾰνόνιον: τό
1) маленькое правило, известного рода или в некотором смысле критерий Luc.;
2) измерительный прибор, линейка, мера Sext.