καμηλωτή: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] της καμήλας<br /><b>2.</b> [[κουβέρτα]] ή [[ρούχο]] που φτιάχνεται από [[τρίχες]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμήλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτή</i>, θηλ. του -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>καγκελ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] της καμήλας<br /><b>2.</b> [[κουβέρτα]] ή [[ρούχο]] που φτιάχνεται από [[τρίχες]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμήλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτή</i>, θηλ. του -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αγκυλωτός]], [[καγκελωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1316] ἡ, sc. δορά, Kameelhaut, oder ἐσθής, Kleid von Kameelhaar, vgl. Lob. Paralip. p. 332.

Greek Monolingual

η
1. το δέρμα της καμήλας
2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. -ωτή, θηλ. του -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, καγκελωτός)].