προνοητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pronoitikos
|Transliteration C=pronoitikos
|Beta Code=pronohtiko/s
|Beta Code=pronohtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[provident]], [[cautious]], [[wary]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.3.9</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>344</span>; τὸ πόρρωθεν π. <span class="bibl">M.Ant.1.16</span>: Comp. [[προνοητικώτερος]] <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>19</span>. Adv. [[προνοητικῶς]] <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.4.6</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.18.11</span>, <span class="bibl">Ph.1.500</span>, <span class="bibl">Sor.1.14</span>; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.5.8</span>: Sup. [[προνοητικώτατα]] = [[most wisely]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>104.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[taking thought for]] or [[taking care for]], esp. of [[divine]] [[providence]], θεὸς π. κόσμου <span class="bibl">D.L.7.147</span>, cf. <span class="bibl">Str.10.3.23</span>, <span class="bibl">Ph.2.242</span>; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1141a28</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.546</span>, Plu.2.1052b, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>120</span>: Comp. [[προνοητικώτερος]] <span class="bibl">Chio <span class="title">Ep.</span>15.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of things, [[showing]] [[forethought]] or [[design]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.6</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[provident]], [[cautious]], [[wary]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.3.9</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>344</span>; τὸ πόρρωθεν π. <span class="bibl">M.Ant.1.16</span>: Comp. [[προνοητικώτερος]] <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>19</span>. Adv. [[προνοητικῶς]] <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.4.6</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.18.11</span>, <span class="bibl">Ph.1.500</span>, <span class="bibl">Sor.1.14</span>; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.5.8</span>: Sup. [[προνοητικώτατα]] = [[most wisely]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>104.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[taking thought for]] or [[taking care for]], especially of [[divine]] [[providence]], θεὸς π. κόσμου <span class="bibl">D.L.7.147</span>, cf. <span class="bibl">Str.10.3.23</span>, <span class="bibl">Ph.2.242</span>; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1141a28</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.546</span>, Plu.2.1052b, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>120</span>: Comp. [[προνοητικώτερος]] <span class="bibl">Chio <span class="title">Ep.</span>15.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of things, [[showing]] [[forethought]] or [[design]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:50, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνοητικός Medium diacritics: προνοητικός Low diacritics: προνοητικός Capitals: ΠΡΟΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pronoētikós Transliteration B: pronoētikos Transliteration C: pronoitikos Beta Code: pronohtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A provident, cautious, wary, X.Mem.1.3.9, Men.Epit.344; τὸ πόρρωθεν π. M.Ant.1.16: Comp. προνοητικώτερος Procop.Arc.19. Adv. προνοητικῶς X.Mem.1.4.6, Aen.Tact.18.11, Ph.1.500, Sor.1.14; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός J.AJ11.5.8: Sup. προνοητικώτατα = most wisely, A.D.Pron.104.13. 2 taking thought for or taking care for, especially of divine providence, θεὸς π. κόσμου D.L.7.147, cf. Str.10.3.23, Ph.2.242; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Arist.EN1141a28, cf. Ph.2.546, Plu.2.1052b, Procl.Inst.120: Comp. προνοητικώτερος Chio Ep.15.2. II of things, showing forethought or design, X.Mem.4.3.6.

German (Pape)

[Seite 735] ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam, Xen. Mem. 4, 3, 6; adv., S. Emp. adv. log. 2, 286.

Greek (Liddell-Scott)

προνοητικός: -ή, -όν, ὁ προνοῶν, προφυλακτικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλούτ. 2. 1052Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ δεικνύων πρόνοιαν ἢ σκοπόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6· πρ. ἔχειν δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 prévoyant;
2 qui a soin de pourvoir, qui prend soin de.
Étymologie: προνοέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προνοητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προνοητής
1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει
2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν... προνοητικῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
αυτός που προέρχεται από τον θεό, θεόσταλτος
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)
2. (για πράγμα ή ενέργεια) αυτός που ενέχει πρόθεση, σκοπιμότητα («καὶ τοῦτο, ἔφη, προνοητικόν», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προνοητικόν
η πρόνοια.
επίρρ...
προνοητικώς / προνοητικῶς ΝΜΑ και προνοητικά Ν
κατά τρόπο προνοητικό («ταῦτα οὕτω προνοητικῶς πεπραγμένα», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «προνοητικῶς ἔχω» — προνοώ, φροντίζω.

Greek Monotonic

προνοητικός: -ή, -όν,
I. προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει πρόνοια ή προμελέτη, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προνοητικός:
1) предусмотрительный, осмотрительный (π. ἢ ἀνόητος Xen.; δύναμις Arst.);
2) заботливый, внимательный (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνοητικός -ή -όν [προνοέω] vooruitziend:. δύναμις π. het vermogen om vooruit te zien Aristot. EN 1141a28. voorzichtig, bedachtzaam.

Middle Liddell

προνοητικός, ή, όν [from προνοοῦμαι]
I. provident, cautious, wary, Xen.
II. of things, showing forethought or design, Xen.: adv. προνοητικῶς, Xen.