ἐπικαθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0944.png Seite 944]] (s. [[ἵστημι]]), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταθεὶς [[στρατηγός]] 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v. l. ἐπεκαθίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαθίστη sagt, 41, 50.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0944.png Seite 944]] (s. [[ἵστημι]]), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταθεὶς [[στρατηγός]] 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, [[varia lectio|v.l.]] ἐπεκαθίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαθίστη sagt, 41, 50.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπικαθίστημι:''' (fut. ἐπικαταστήσω)<br /><b class="num">1)</b> med. ставить, размещать (φυλακήν Thuc. - v. l. ἐπικαθίζομαι);<br /><b class="num">2)</b> перен. ставить, устанавливать (κριτὰς επί τινι Plat.; τὴν τῶν ἐφόρων [[ἀρχήν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (после кого-л.) назначать (τινὰ στρατηγόν Polyb.).
|elrutext='''ἐπικαθίστημι:''' (fut. ἐπικαταστήσω)<br /><b class="num">1)</b> med. ставить, размещать (φυλακήν Thuc. - [[varia lectio|v.l.]] ἐπικαθίζομαι);<br /><b class="num">2)</b> перен. ставить, устанавливать (κριτὰς επί τινι Plat.; τὴν τῶν ἐφόρων [[ἀρχήν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (после кого-л.) назначать (τινὰ στρατηγόν Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:25, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαθίστημι Medium diacritics: ἐπικαθίστημι Low diacritics: επικαθίστημι Capitals: ΕΠΙΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: epikathístēmi Transliteration B: epikathistēmi Transliteration C: epikathistimi Beta Code: e)pikaqi/sthmi

English (LSJ)

A set upon, establish, φυλακάς D.C.41.50; cf. ἐπικαθίζω. 2. set over, κριτάς Pl.Ti.72b. 3. establish besides, τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arist.Pol.1313a27; ἐ. τινὰ στρατηγόν appoint as successor in command, Plb.2.19.8, cf.J.AJ17.2.4:—Pass., ἐπικατασταθεὶς στρατηγός Plb.2.2.11, cf. IG5(1).1390.12 (Andania). 4. pay in addition, Leg.Gort.1.47; but simply, deliver, σῖτον ἐπὶ τοὺς ὅρμους PLille 53 (iii B.C.). 5. perform the manoeuvre of ἀντικατάστασις, Ascl.Tact.12.11:—Pass., of troops executing the manoeuvre, ib.10.11.

German (Pape)

[Seite 944] (s. ἵστημι), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταθεὶς στρατηγός 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v.l. ἐπεκαθίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαθίστη sagt, 41, 50.

Greek Monolingual

ἐπικαθίστημι (Α)
1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.)
2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.)
3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον
4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον
5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση
6. διορίζω κάποιον ως διάδοχο στη στρατηγία
7. κάνω τη στρατιωτική άσκηση που λέγεται «αντικατάστασις», δηλ. προέλαση του μετόπισθεν τμήματος, στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-ίστημι «τοποθετώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαθίστημι: (fut. ἐπικαταστήσω)
1) med. ставить, размещать (φυλακήν Thuc. - v.l. ἐπικαθίζομαι);
2) перен. ставить, устанавливать (κριτὰς επί τινι Plat.; τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arst.);
3) (после кого-л.) назначать (τινὰ στρατηγόν Polyb.).