παροψώνημα: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paropsonima | |Transliteration C=paropsonima | ||
|Beta Code=paroyw/nhma | |Beta Code=paroyw/nhma | ||
|Definition=ατος, τό, [[addition to the regular fare]], [[dainty]] : metaph., | |Definition=ατος, τό, [[addition to the regular fare]], [[dainty]]: metaph., [[εὐνή|εὐνῆς]] παροψώνημα τῆς ἐμῆς [[χλιδή|χλιδῆς]] = a [[new]] [[relish]] to the [[pleasure]]s of my [[bed]], ''A.Ag.1447''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:20, 21 January 2022
English (LSJ)
ατος, τό, addition to the regular fare, dainty: metaph., εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς = a new relish to the pleasures of my bed, A.Ag.1447.
German (Pape)
[Seite 528] τό, = παρόψημα, leckerhaftes Nebengericht; übertr. sagt Aesch. Ag. 1447 ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς, eine Nebenfreude.
Greek (Liddell-Scott)
παροψώνημα: τό, προσθήκη τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, γλύκυσμα, μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mets friand ; fig. assaisonnement, agrément.
Étymologie: παρά, ὀψωνέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α παροψωνώ
πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα.
Greek Monotonic
παροψώνημα: -ατος, τό (ὀψωνέω), προσθήκη στο κανονικό φαγητό, ορεκτικό, λιχουδιά, μεταφ., παροψώνημα χλιδῆς, απόλαυση χλιδής, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροψώνημα -ατος, τό [παροψωνέω] eigenl. lekker hapje, bijgerecht, toetje: overdr.: εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς een toegift bij mijn wellustigheid in bed Aeschl. Ag. 1447.
Russian (Dvoretsky)
παροψώνημα: ατος τό досл. лакомое блюдо, лакомство, перен. дополнительное наслаждение Aesch.
Middle Liddell
παρ-οψώνημα, ατος, τό, ὀψωνέω
an addition to the regular fare, a dainty, metaph., π. χλιδῆς a new relish to luxury, Aesch.