ἄπληστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insaciable]] de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones [[codicioso]] c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.<i>R</i>.442a, <i>Lg</i>.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables</i> Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί codiciosos traficantes de esclavos</i> Ar.<i>Pl</i>.521, [[ἀνήρ]] LXX <i>Pr</i>.28.25, cf. Hp.<i>Ep</i>.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e<br /><b class="num">•</b>en rel. c. otras cosas [[que no se sacia]] c. gen. κακῶν E.<i>Hel</i>.1102, | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insaciable]] de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones [[codicioso]] c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.<i>R</i>.442a, <i>Lg</i>.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables</i> Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί [[codicioso|codiciosos]] [[traficante|traficantes]] de [[esclavo|esclavos]]</i> Ar.<i>Pl</i>.521, [[ἀνήρ]] LXX <i>Pr</i>.28.25, cf. Hp.<i>Ep</i>.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e<br /><b class="num">•</b>en rel. c. otras cosas [[que no se sacia]] c. gen. κακῶν E.<i>Hel</i>.1102, [[αἵμα]]τος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un [[pez]] [[λαίμαργος]] ... καὶ [[ἄπληστος]] Arist.<i>HA</i> 591<sup>b</sup>2<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[insaciable]] c. gen. Στάσις ... ἄπληστος κακῶν A.<i>Eu</i>.976, [[χάρις]] γόων E.<i>Supp</i>.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.<i>Smp</i>.4.25, [[ἡδονή]] Ph.1.316, D.C.48.37.4, [[ἐπιθυμία]] Ph.2.377, [[ὄρεξις]] Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.<br /><b class="num">2</b> fig. de abstr. [[interminable]], [[ilimitado]] [[βοή]] S.<i>El</i>.1336, [[εὐωχία]] Plb.6.8.5, ἀ. [[χαρά]] = [[ilimitado|ilimitada]] [[alegría]]</i> Eus.<i>VC</i> 1.39, [[συγγραφή|συγγραφὴ]] ἄπληστος = una [[obra]] [[desmesurado|desmesurada]]</i> Gr.Naz.M.35.1108B<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. adv. αἰ[ά]ξας [[ἄπληστα]] = [[llorar|llorando]] [[interminablemente]]</i>, <i>GVI</i> 1420.7 (Quíos).<br /><b class="num">3</b> adv. [[ἀπλήστως]] = [[insaciablemente]] φαγόντες Hp.<i>Int</i>.42, ἔχοντος Pl.<i>Grg</i>.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.<i>Ep</i>.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν [[ἀπλήστως]] [[διακεῖσθαι]] X.<i>Cyr</i>.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν [[σύριγξ|σύριγγα]]) ἔβλεπεν [[ἀπλήστως]] no se [[hartar|hartaba]] de [[mirar]]la</i> Longus 1.25. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:27, 20 May 2022
English (LSJ)
ον, A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El.1336, Arist.HA591b2, etc.; sometimes confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v. 2 c. gen., ἄπληστος χρημάτων = greedy for money, ἄπληστος αἵματος = bloodthirsty, Hdt.1.187, 212, Pl.Lg.773e, etc.; κακῶν A.Eu. 976 (lyr.). II Adv. ἀπλήστως, ἀπλήστως ἔχειν Pl.Grg.493c, al.; ἀπλήστως διακεῖσθαι, ἀπλήστως ἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14, Isoc.5.135,8.7: also neut. pl. as Adv., αἰάξας ἄπληστα CIG2240 (Chios).
German (Pape)
[Seite 292] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, χαρά Soph. El. 1328; φροντίς Aesch. Eum. 933.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπληστος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· πολλάκις συγχέεται τῷ ἄπλαστος (ὅ ἐ. ἄπλατος), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) μετὰ γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, ἀκόρεστος εἰς χρήματα, αἷμα, Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· περί τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 insatiable de, gén.;
2 inassouvi.
Étymologie: ἀ, πίμπλημι.
Spanish (DGE)
-ον
1 insaciable de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones codicioso c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.R.442a, Lg.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί codiciosos traficantes de esclavos Ar.Pl.521, ἀνήρ LXX Pr.28.25, cf. Hp.Ep.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e
•en rel. c. otras cosas que no se sacia c. gen. κακῶν E.Hel.1102, αἵματος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un pez λαίμαργος ... καὶ ἄπληστος Arist.HA 591b2
•de abstr. insaciable c. gen. Στάσις ... ἄπληστος κακῶν A.Eu.976, χάρις γόων E.Supp.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.Smp.4.25, ἡδονή Ph.1.316, D.C.48.37.4, ἐπιθυμία Ph.2.377, ὄρεξις Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.
2 fig. de abstr. interminable, ilimitado βοή S.El.1336, εὐωχία Plb.6.8.5, ἀ. χαρά = ilimitada alegría Eus.VC 1.39, συγγραφὴ ἄπληστος = una obra desmesurada Gr.Naz.M.35.1108B
•neutr. plu. adv. αἰ[ά]ξας ἄπληστα = llorando interminablemente, GVI 1420.7 (Quíos).
3 adv. ἀπλήστως = insaciablemente φαγόντες Hp.Int.42, ἔχοντος Pl.Grg.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.Ep.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν ἀπλήστως διακεῖσθαι X.Cyr.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν σύριγγα) ἔβλεπεν ἀπλήστως no se hartaba de mirarla Longus 1.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπληστος, -ον) πίμπλημι
ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης.
Greek Monotonic
ἄπληστος: -ον (πίμπλημι)·
I. 1. ακόρεστος, ανικανοποίητος, πλεονέκτης, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με γεν., ἄπληστος χρημάτων, ακόρεστος στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. επίρρ., ἀπλήστως ἔχειν, είμαι ανικανοποίητος, σε Πλάτ.· ἀπλήστως διακεῖσθαι ή ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄπληστος:
1) ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;
2) неистощимый (χαρά Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;
3) опустевший, покинутый (κοίτη Eur. - v.l. ἄπλατος).
Middle Liddell
πίμπλημι
I. not to be filled, insatiate, Soph., etc.
2. c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc.
II. adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.