συνεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[πέφτω]] [[μέσα]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως («συνεσπεσόντες φεύγουσι ἐς τὸ τεῑχος τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπίπτω]] «[[πέφτω]], ρίχνομαι, [[εισβάλλω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[πέφτω]] [[μέσα]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως («συνεσπεσόντες φεύγουσι ἐς τὸ τεῑχος τοῖσι Σαμίοισι», Ηρόδ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπίπτω]] «[[πέφτω]], ρίχνομαι, [[εισβάλλω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:10, 24 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπίπτω Medium diacritics: συνεισπίπτω Low diacritics: συνεισπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: syneispíptō Transliteration B: syneispiptō Transliteration C: syneispipto Beta Code: suneispi/ptw

English (LSJ)

A rush in along with or together, εἰς τὴν θάλατταν X.An.5.7.25; especially of soldiers pursuing the besieged to their own gates and getting in with them, σ. φεύγουσι ἐς τὸ τεῖχος Hdt.3.55, cf.78,9.102, Th.6.100, X.HG7.2.7, etc.; μετὰ σοῦ Ar. Ec.1095; σ. εἴσω τῶν πυλῶν σὺν τῷ ὄχλῳ X.An.7.1.18; κατὰ τὰς πύλας Id.HG4.7.6: abs., Lys.3.15; of fevers, Paul.Aeg.4.22.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. πίπτω), mit od. zugleich hineinfallen; ξυνεισπεσοῦμαι μετὰ σοῦ, Ar. Eccl. 1095; hineingerathen, eindringen; εἰς τὸ τεῖχος, Her. 3, 35; Thuc. 5, 3; Xen. Cyr. 3, 3, 28; εἰς τὴν θάλασσαν, An. 5, 7, 25; εἴσω τῶν πυλῶν σύν τινι, 7, 1, 12; κατὰ τὰς πύλας, Hell. 4, 7, 6; εἰς τὴν πόλιν, Pol. 4, 71, 12; Sp., wie D. Cass. 58, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπίπτω: εἰσπίπτω ἢ ῥίπτομαι μέσα εἴς τι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνεισέπεσον καὶ ἡμῶν αὐτῶν τινες [εἰς τὴν θάλατταν] Ξεν. Ἀν. 5, 7, 25. ΙΙ. εἰσορμῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν καταδιωκόντων τοὺς πολιορκουμένους μέχρι τῶν πυλῶν καὶ εἰσορμώντων μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν πόλιν, σ. ἐς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 3. 55., 9. 102· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 3. 78, Θουκ. 6. 100, Ξεν., κλπ.· μετά τινος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1095· σ. εἴσω τῶν πυλῶν σύν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 1, 18· κατὰ τὰς πύλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 7, 6· ἀπολ., Λυσί. 97. 38.

French (Bailly abrégé)

tomber ou se précipiter ensemble ou en même temps dans.
Étymologie: σύν, εἰσπίπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
πέφτω μέσα μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («συνεσπεσόντες φεύγουσι ἐς τὸ τεῑχος τοῖσι Σαμίοισι», Ηρόδ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπίπτω «πέφτω, ρίχνομαι, εισβάλλω»].

Greek Monotonic

συνεισπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
I. πέφτω ή ρίχνομαι μέσα μαζί με άλλους, σε Ξεν.
II. εισορμώ από κοινού, λέγεται για στρατιώτες που καταδιώκουν τους πολιορκούμενους ως τις πύλες και εισβάλλουν μαζί τους στην πόλη, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνεισπίπτω:
1) вместе бросаться (ἐμπίπτουσιν εἰς τὴν θάλατταν, ξυνεισέπεσον δὲ ἡμῶν τινες Xen.);
2) вместе устремляться, врываться, вторгаться (εἴσω τῶν πυλῶν, κατὰ τὰς πύλας Xen.; εἰς οἴκημα Plut.): σ. τινί Her., Thuc., Xen., Plut., μετά τινος Arph. и σύν τινι Xen. врываться вместе или одновременно с кем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισπίπτω, Att. ook ξυνεισπίπτω tegelijk erin vallen, ook erin vallen. Xen. An. 5.7.25. overdr. samen (met...) of tegelijk (met...) binnenvallen, samen of tegelijk naar binnen stormen; met εἰς + acc. of εἴσω + gen. in iets;; ἐς τὸ τεῖχος op de muur af Hdt. 9.102.3; εἴσω τῶν πυλῶν de poort binnen Xen. An. 7.1.18; met κατά + acc..; κατὰ τὰς πύλας door de poorten Xen. Hell. 4.7.6; met dat., μετά + gen. of σύν + dat. (samen) met iem.: τὸν χάρακα λαμβάνει συνεισπεσὼν τοῖς φεύγουσι hij neemt het kamp in door het tegelijk met degenen die vluchtten binnen te vallen Plut. Cam. 37.5; σὺν τῷ ὄχλῳ samen met de menigte Xen. An. 7.1.18.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
I. to fall or be thrown into with others, Xen.
II. to rush in together, of soldiers pursuing the besieged to the gates and getting in with them, Hdt., Thuc.