δυσσεβής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [no contr. plu. nom. δυσσεβέες Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.3; ac. δυσσεβέας <i>Orac.Sib</i>.1.117, 4.43; gen. δυσσεβέων Theoc.26.32, Nonn.<i>D</i>.31.92]<br /><b class="num">1</b> [[impío]], [[inicuo]] tanto en rel. c. los dioses como c. los hombres (familia, ciudad, sociedad, etc.), de pers. op. δίκαιος: βροτοί A.<i>Th</i>.598, cf. E.<i>Hipp</i>.1050, [[Ἀτρεύς]] S.<i>Ai</i>.1293, δυσσεβεῖς κακῶν <τ'> ἄπο βλαστόντας <i>Trag.Adesp</i>.1b.15, οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ μὲν τὴν πόλιν διασύρουσιν D.18.323, cf. Theoc.l.c., LXX 2<i>Ma</i>.3.11, 3<i>Ma</i>.3.1, <i>BGU</i> 1816.4 (I a.C.), Ph.1.405, I.<i>BI</i> 4.190, <i>Orac.Sib</i>.4.43, δυσσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι Luc.<i>Asin</i>.41, οἱ βλασφημήσαντες τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ... οἱ καὶ Ἰουδαίων δυσσεβέστεροι de herejes <i>Const.App</i>.6.18.3, Νεστόριος ὁ δ. Pamph.Mon.<i>Solut</i>.12.115, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.16.9, Pamph.Mon.<i>Solut</i>.tít.<br /><b class="num">•</b>c. εἰς [[impío contra]] εἰς τὸν [[Δία]] ... δ. ἐγένετο Longin.4.3, δυσσεβέες τελέσουσιν ἐς ὑμέας Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.3, cf. <i>D</i>.31.92, Iul.<i>Or</i>.8.174b, Them.<i>Or</i>.1.9a, Charito 3.4.12, <i>Gp</i>.11.15.2<br /><b class="num">•</b>de cosas, acciones, sentimientos, comportamientos ἔργον A.<i>A</i>.758, φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν soplando en su mente un viento cambiante, impío</i> A.<i>A</i>.219, χάρις S.<i>Ant</i>.514, τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ' S.<i>OC</i> 1190, φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ E.<i>Med</i>.1287, μέλαθρα E.<i>IT</i> 694, θοίνη Moschio Trag.6.33, [[αἷμα]] ref. a la guerra <i>AP</i> 7.492 (Anyt.), τρόπος Diph.105, ψυχῆς πονηρᾶς δ. παράστασις Men.<i>Fr</i>.761.8, γάμοι ref. a la violación de Casandra por Áyax, Lyc.1151, [[ἀνοσιούργημα]] Ph.2.301, θύειν μὲν ἃ μὴ χρὴ δ. ἡγούμενα Aristid.<i>Or</i>.29.14, ἐπιθυμίαι Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.87, κόσμος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.3.19<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. frec. de la herejía, Eus.<i>HE</i> 4.7.4, Ps.Caes.213.71, op. τὸ ἀπηγορευμένον πανταχόθεν τοῖς ἱεροῖς νόμοις Pall.<i>V.Chrys</i>.14.51<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[impiedad]] ποινὴ τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς I.<i>AI</i> 17.170, cf. Aristaenet.2.8.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera impía]] [[δῶμα]] πλούτῳ δ. ὠγκωμένον E.<i>Fr</i>.825, δ. τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν I.<i>AI</i> 17.95, de una [[ciudad]] δ. ... πολιτευομένη Thdt.<i>Is</i>.7.159, μερίζειν δ. τὴν οὐσίαν Amph.<i>Seleuc</i>.207, δ. ἐθελοκακεῖν <i>PMasp</i>.151.216 (VI d.C.).
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [no contr. plu. nom. δυσσεβέες Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.3; ac. δυσσεβέας <i>Orac.Sib</i>.1.117, 4.43; gen. δυσσεβέων Theoc.26.32, Nonn.<i>D</i>.31.92]<br /><b class="num">1</b> [[impío]], [[inicuo]] tanto en rel. c. los dioses como c. los hombres (familia, ciudad, sociedad, etc.), de pers. op. δίκαιος: βροτοί A.<i>Th</i>.598, cf. E.<i>Hipp</i>.1050, [[Ἀτρεύς]] S.<i>Ai</i>.1293, δυσσεβεῖς κακῶν <τ'> ἄπο βλαστόντας <i>Trag.Adesp</i>.1b.15, οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ μὲν τὴν πόλιν διασύρουσιν D.18.323, cf. Theoc.l.c., LXX 2<i>Ma</i>.3.11, 3<i>Ma</i>.3.1, <i>BGU</i> 1816.4 (I a.C.), Ph.1.405, I.<i>BI</i> 4.190, <i>Orac.Sib</i>.4.43, δυσσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι Luc.<i>Asin</i>.41, οἱ βλασφημήσαντες τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ... οἱ καὶ Ἰουδαίων δυσσεβέστεροι de herejes <i>Const.App</i>.6.18.3, Νεστόριος ὁ δ. Pamph.Mon.<i>Solut</i>.12.115, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.16.9, Pamph.Mon.<i>Solut</i>.tít.<br /><b class="num">•</b>c. εἰς [[impío contra]] εἰς τὸν [[Δία]] ... δ. ἐγένετο Longin.4.3, δυσσεβέες τελέσουσιν ἐς ὑμέας Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.3, cf. <i>D</i>.31.92, Iul.<i>Or</i>.8.174b, Them.<i>Or</i>.1.9a, Charito 3.4.12, <i>Gp</i>.11.15.2<br /><b class="num">•</b>de cosas, acciones, sentimientos, comportamientos ἔργον A.<i>A</i>.758, φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν soplando en su mente un viento cambiante, impío</i> A.<i>A</i>.219, χάρις S.<i>Ant</i>.514, τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ' S.<i>OC</i> 1190, φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ E.<i>Med</i>.1287, μέλαθρα E.<i>IT</i> 694, θοίνη Moschio Trag.6.33, [[αἷμα]] ref. a la [[guerra]] <i>AP</i> 7.492 (Anyt.), τρόπος Diph.105, ψυχῆς πονηρᾶς δ. [[παράστασις]] Men.<i>Fr</i>.761.8, γάμοι ref. a la [[violación]] de [[Casandra]] por [[Áyax]], Lyc.1151, [[ἀνοσιούργημα]] Ph.2.301, θύειν μὲν ἃ μὴ χρὴ δ. ἡγούμενα Aristid.<i>Or</i>.29.14, ἐπιθυμίαι Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.87, κόσμος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.3.19<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. frec. de la [[herejía]], Eus.<i>HE</i> 4.7.4, Ps.Caes.213.71, op. τὸ ἀπηγορευμένον πανταχόθεν τοῖς ἱεροῖς νόμοις Pall.<i>V.Chrys</i>.14.51<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ δυσεβές]] = [[impiedad]] ποινὴ τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς I.<i>AI</i> 17.170, cf. Aristaenet.2.8.13.<br /><b class="num">2</b> adv. [[δυσσεβῶς]] = [[de manera impía]] [[δῶμα]] πλούτῳ δ. ὠγκωμένον E.<i>Fr</i>.825, δ. τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν I.<i>AI</i> 17.95, de una [[ciudad]] δ. ... πολιτευομένη Thdt.<i>Is</i>.7.159, μερίζειν δ. τὴν οὐσίαν Amph.<i>Seleuc</i>.207, δ. ἐθελοκακεῖν <i>PMasp</i>.151.216 (VI d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:37, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσσεβής Medium diacritics: δυσσεβής Low diacritics: δυσσεβής Capitals: ΔΥΣΣΕΒΗΣ
Transliteration A: dyssebḗs Transliteration B: dyssebēs Transliteration C: dyssevis Beta Code: dussebh/s

English (LSJ)

ές, ungodly, impious, profane, of persons, A.Th.598 (Comp. or Sup.), and their acts, δ. χάρις S.Ant.514; τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Id.OC1190; δ. μέλαθρα E.IT694. Adv. δυσσεβῶς = impiously Id.Fr.825.—This family of words is chiefly found in Trag. (δυσσεβής occurs in Men.540, Diph.105, and later Prose as Jul.Or.5.174b (Sup.)); εὐσεβής, etc., are freq. also in Prose.

German (Pape)

[Seite 688] ές, gottlos, von Menschen und Sachen; ἔργον Aesch. Ag. 756; öfter bei Tragg.; auch sp. D., wie Lyc. 1151; in Prosa, Longin. 4, 3; Geop. u. K. S., bes. adv. δυσσεβῶς.

Greek (Liddell-Scott)

δυσσεβής: -ές, ἀσεβής, ἄθεος· ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν· τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Σοφ. Ο. Κ. 1190· δ. μέλαθρα Εὐρ. Ι. Τ. 694. ― Ἐπίρρ. -βῶς. Εὐρ. Ἀποσπ. 822. Αἱ λέξεις αὖται ἀνήκουσι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Τραγ. (δυσσεβὴς ἀπαντᾶ παρὰ Μενάνδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Διφίλ. ἐν Ἀδηλ. 24)· εὐσεβής, κτλ. εἶναι συχνὰ καὶ παρὰ πεζοῖς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
impie;
Cp. δυσσεβέστερος, Sp. δυσσεβέστατος.
Étymologie: δυσ-, σέβω.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [no contr. plu. nom. δυσσεβέες Nonn.Par.Eu.Io.16.3; ac. δυσσεβέας Orac.Sib.1.117, 4.43; gen. δυσσεβέων Theoc.26.32, Nonn.D.31.92]
1 impío, inicuo tanto en rel. c. los dioses como c. los hombres (familia, ciudad, sociedad, etc.), de pers. op. δίκαιος: βροτοί A.Th.598, cf. E.Hipp.1050, Ἀτρεύς S.Ai.1293, δυσσεβεῖς κακῶν <τ'> ἄπο βλαστόντας Trag.Adesp.1b.15, οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ μὲν τὴν πόλιν διασύρουσιν D.18.323, cf. Theoc.l.c., LXX 2Ma.3.11, 3Ma.3.1, BGU 1816.4 (I a.C.), Ph.1.405, I.BI 4.190, Orac.Sib.4.43, δυσσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι Luc.Asin.41, οἱ βλασφημήσαντες τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ... οἱ καὶ Ἰουδαίων δυσσεβέστεροι de herejes Const.App.6.18.3, Νεστόριος ὁ δ. Pamph.Mon.Solut.12.115, cf. Cyr.H.Catech.16.9, Pamph.Mon.Solut.tít.
c. εἰς impío contra εἰς τὸν Δία ... δ. ἐγένετο Longin.4.3, δυσσεβέες τελέσουσιν ἐς ὑμέας Nonn.Par.Eu.Io.16.3, cf. D.31.92, Iul.Or.8.174b, Them.Or.1.9a, Charito 3.4.12, Gp.11.15.2
de cosas, acciones, sentimientos, comportamientos ἔργον A.A.758, φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν soplando en su mente un viento cambiante, impío A.A.219, χάρις S.Ant.514, τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ' S.OC 1190, φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ E.Med.1287, μέλαθρα E.IT 694, θοίνη Moschio Trag.6.33, αἷμα ref. a la guerra AP 7.492 (Anyt.), τρόπος Diph.105, ψυχῆς πονηρᾶς δ. παράστασις Men.Fr.761.8, γάμοι ref. a la violación de Casandra por Áyax, Lyc.1151, ἀνοσιούργημα Ph.2.301, θύειν μὲν ἃ μὴ χρὴ δ. ἡγούμενα Aristid.Or.29.14, ἐπιθυμίαι Alex.Aphr.Pr.1.87, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.3.19
en lit. crist. frec. de la herejía, Eus.HE 4.7.4, Ps.Caes.213.71, op. τὸ ἀπηγορευμένον πανταχόθεν τοῖς ἱεροῖς νόμοις Pall.V.Chrys.14.51
subst. τὸ δυσεβές = impiedad ποινὴ τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς I.AI 17.170, cf. Aristaenet.2.8.13.
2 adv. δυσσεβῶς = de manera impía δῶμα πλούτῳ δ. ὠγκωμένον E.Fr.825, δ. τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν I.AI 17.95, de una ciudad δ. ... πολιτευομένη Thdt.Is.7.159, μερίζειν δ. τὴν οὐσίαν Amph.Seleuc.207, δ. ἐθελοκακεῖν PMasp.151.216 (VI d.C.).

Greek Monolingual

-ές (AM δυσσεβής, -ές)
ασεβής, άθεοςτότε Ἰούδας ὁ δυσσεβὴς φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο»).

Greek Monotonic

δυσσεβής: -ές (σέβω), άθεος, ασεβής, βέβηλος, ανίερος, βλάσφημος, άσεμνος, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

δυσσεβής: нечестивый Trag.

Middle Liddell

δυσ-σεβής, ές σέβω
ungodly, impious, profane, Trag.

English (Woodhouse)

impious, irreverent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)